Ancient Greek-English Dictionary Language

δικάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δικάζω

Structure: δικάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: di/kh

Sense

  1. to judge, to give judgment on, decide or determine
  2. to adjudge, to decree, as, to ordain, to be decided
  3. to pass judgment on, condemn
  4. to plead in
  5. to decide between, judge, cause, to be judged or accused
  6. to be judge, give judgment, to sit as judges or jurymen
  7. to plead one's own case, defend one's right, have one's case tried, go to law, to go to law, for

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δικάζω δικάζεις δικάζει
Dual δικάζετον δικάζετον
Plural δικάζομεν δικάζετε δικάζουσιν*
SubjunctiveSingular δικάζω δικάζῃς δικάζῃ
Dual δικάζητον δικάζητον
Plural δικάζωμεν δικάζητε δικάζωσιν*
OptativeSingular δικάζοιμι δικάζοις δικάζοι
Dual δικάζοιτον δικαζοίτην
Plural δικάζοιμεν δικάζοιτε δικάζοιεν
ImperativeSingular δίκαζε δικαζέτω
Dual δικάζετον δικαζέτων
Plural δικάζετε δικαζόντων, δικαζέτωσαν
Infinitive δικάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δικαζων δικαζοντος δικαζουσα δικαζουσης δικαζον δικαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δικάζομαι δικάζει, δικάζῃ δικάζεται
Dual δικάζεσθον δικάζεσθον
Plural δικαζόμεθα δικάζεσθε δικάζονται
SubjunctiveSingular δικάζωμαι δικάζῃ δικάζηται
Dual δικάζησθον δικάζησθον
Plural δικαζώμεθα δικάζησθε δικάζωνται
OptativeSingular δικαζοίμην δικάζοιο δικάζοιτο
Dual δικάζοισθον δικαζοίσθην
Plural δικαζοίμεθα δικάζοισθε δικάζοιντο
ImperativeSingular δικάζου δικαζέσθω
Dual δικάζεσθον δικαζέσθων
Plural δικάζεσθε δικαζέσθων, δικαζέσθωσαν
Infinitive δικάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δικαζομενος δικαζομενου δικαζομενη δικαζομενης δικαζομενον δικαζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐγκαλοῦντοσ δέ μοι Ἀπατουρίου τὰ ψευδῆ καὶ παρὰ τοὺσ νόμουσ δικαζομένου, καὶ ὅσα μὲν ἐμοὶ καὶ τούτῳ ἐγένετο συμβόλαια, πάντων ἀπαλλαγῆσ καὶ ἀφέσεωσ γενομένησ, ἄλλου δὲ συμβολαίου οὐκ ὄντοσ ἐμοὶ πρὸσ τοῦτον, οὔτε ναυτικοῦ οὔτ’ ἐγγείου, παρεγραψάμην τὴν δίκην μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι κατὰ τοὺσ νόμουσ τουτουσί. (Demosthenes, Speeches 31-40, 4:2)
  • ἡμεῖσ γάρ, ὦ ἄνδρεσ Ἀθηναῖοι, γεγενημένου μὲν διαλογισμοῦ καὶ ἀφέσεωσ τῆσ τραπέζησ καὶ τοῦ ἀσπιδοπηγείου τῆσ μισθώσεωσ, γεγενημένησ δὲ διαίτησ καὶ πάλιν πάντων ἀφέσεωσ, οὐκ ἐώντων τῶν νόμων δίκασ ὧν ἂν ἀφῇ τισ ἅπαξ λαγχάνειν, συκοφαντοῦντοσ τούτου καὶ παρὰ τοὺσ νόμουσ δικαζομένου παρεγραψάμεθ’ ἐκ τῶν νόμων μὴ εἶναι τὴν δίκην εἰσαγώγιμον. (Demosthenes, Speeches 31-40, 36:1)

Synonyms

  1. to judge

  2. to plead in

Related

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION