διαχέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διαχέω
διαχεῶ
διέχεα
Structure:
δια
(Prefix)
+
χέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to pour different ways, to disperse, to cut up
- to dissolve, break up, destroy
- to confound
- to be poured from one vessel into another
- to run through, spread about
- to be dissolved, fall away, to disperse
- to be or become diffuse or dissipated
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "φησὶ τοίνυν τῶν μὲν ἄλλων ὑγρῶν ἐπιόντα διέχειν ἀδήλωσ καὶ διασπείρεσθαι τὸν ἰόν, ἀνωμάλων τῶν πόρων καὶ μανῶν ὄντων· (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 3 4:3)
- Κρεμάσαι χρὴ τὸν ἄνθρωπον τῶν ποδῶν πρὸσ μεσόδμην δεσμῷ δυνατῷ μὲν, μαλθακῷ δὲ καὶ πλάτοσ ἔχοντι‧ τοὺσ δὲ πόδασ διέχειν χρὴ, ὅσον τέσσαρασ δακτύλουσ ἀπ’ ἀλλήλων, ἢ καὶ ἔλασσον‧ χρὴ δὲ καὶ ἐπάνωθεν τῶν ἐπιγουνίδων προσπεριβεβλῆσθαι πλαῖ ἱμάντι καὶ μαλθακῷ, ἀνατείνοντι ἐσ τὴν μεσόδμην‧ τὸ δὲ σκέλοσ τὸ σιναρὸν ἐντετάσθαι χρὴ ὡσ δύο δακτύλουσ μᾶλλον τοῦ ἑτέρου‧ ἀπὸ δὲ τῆσ γῆσ τὴν κεφαλὴν ἀπεχέτω ὡσ δύο πήχεασ, ἢ ὀλίγῳ πλέον, ἢ ἔλασσον‧ τὰσ δὲ χεῖρασ παρατεταμένασ παρὰ τὰσ πλευρὰσ προσδεδεμένοσ ἔστω μαλθακῷ τινι‧ πάντα δὲ ταῦτα ὑπτίῳ κατακειμένῳ κατασκευασθήτω, ὡσ ὅτι ἐλάχιστον χρόνον κρέμηται. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 70.2)
- πρόσεστι δὲ τῷ μήκει καὶ τὸ τὸν μυχὸν τοῦδε τοῦ κόλπου διέχειν τῆσ κατὰ Πηλούσιον θαλάττησ τριῶν ἢ τεττάρων ἡμερῶν [ὁδόν], ἣν ἐπέχει ὁ ἰσθμόσ. (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 56:20)
- τὸν μὲν γὰρ διήκειν παρ’ ὀλίγον παντελῶσ ἀπὸ θαλάττησ ἐπὶ θάλατταν, τὸν δὲ Νεῖλον πολλαπλάσιον ἀπὸ τοῦ ὠκεανοῦ διέχειν, ὥστε μὴ διαιρεῖν τὴν Ἀσίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆσ Λιβύησ· (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 56:22)
- ἐπεὶ οὖν φησὶν ἀπὸ τοῦ ἰσημερινοῦ τὸν διὰ Βορυσθένουσ διέχειν τρισμυρίουσ καὶ τετρακισχιλίουσ σταδίουσ, εἰε͂ν ἂν λοιποὶ οἱ ἀπὸ τοῦ ὁρίζοντοσ τὴν διακεκαυμένην καὶ τὴν εὔκρατον εἰσ τὸν διὰ Βορυσθένουσ καὶ τῆσ Κελτικῆσ παρωκεανίτιδοσ στάδιοι δισμύριοι πεντακισχίλιοι διακόσιοι. (Strabo, Geography, book 2, chapter 1 24:2)
Synonyms
-
to dissolve
-
to confound
-
to be poured from one vessel into another
-
to run through
-
to be dissolved
Derived
- ἀμφιχέω (to pour around, to pour or spread over, to be poured or shed around)
- ἀναχέω (to pour forth)
- ἐγκαταχέω (to pour in besides)
- ἐγχέω (to pour in, to pour in wine, to fill the cup)
- εἰσχέω (to pour in or into, to stream in)
- ἐκπροχέω (to pour forth)
- ἐκχέω (I pour out, I spill, I utter )
- ἐπιπροχέω (to pour forth)
- ἐπιχέω (to pour water over, to pour or shed over, to pour or throw)
- καταχέω (I pour down, on, in)
- παραχέω (to pour in beside, pour in, to heap up on the side)
- παρεκχέω (to pour out by degrees, to overflow)
- περιχέω (to pour round or over, having spread, round)
- προσχέω (to pour to or on)
- προχέω (to pour forth or forward, pouring over)
- συγχέω (to pour together, commingle, confound)
- συνεκχέω (to pour out together)
- ὑποχέω (to pour, placed under, to pour out;)
- χέω ( I pour, I shed , I smelt)