Ancient Greek-English Dictionary Language

μεταντλέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μεταντλέω μεταντλήσω

Structure: μετ (Prefix) + ἀντλέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to draw from one vessel into another

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταντλῶ μεταντλεῖς μεταντλεῖ
Dual μεταντλεῖτον μεταντλεῖτον
Plural μεταντλοῦμεν μεταντλεῖτε μεταντλοῦσιν*
SubjunctiveSingular μεταντλῶ μεταντλῇς μεταντλῇ
Dual μεταντλῆτον μεταντλῆτον
Plural μεταντλῶμεν μεταντλῆτε μεταντλῶσιν*
OptativeSingular μεταντλοῖμι μεταντλοῖς μεταντλοῖ
Dual μεταντλοῖτον μεταντλοίτην
Plural μεταντλοῖμεν μεταντλοῖτε μεταντλοῖεν
ImperativeSingular μετάντλει μεταντλείτω
Dual μεταντλεῖτον μεταντλείτων
Plural μεταντλεῖτε μεταντλούντων, μεταντλείτωσαν
Infinitive μεταντλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταντλων μεταντλουντος μεταντλουσα μεταντλουσης μεταντλουν μεταντλουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταντλοῦμαι μεταντλεῖ, μεταντλῇ μεταντλεῖται
Dual μεταντλεῖσθον μεταντλεῖσθον
Plural μεταντλούμεθα μεταντλεῖσθε μεταντλοῦνται
SubjunctiveSingular μεταντλῶμαι μεταντλῇ μεταντλῆται
Dual μεταντλῆσθον μεταντλῆσθον
Plural μεταντλώμεθα μεταντλῆσθε μεταντλῶνται
OptativeSingular μεταντλοίμην μεταντλοῖο μεταντλοῖτο
Dual μεταντλοῖσθον μεταντλοίσθην
Plural μεταντλοίμεθα μεταντλοῖσθε μεταντλοῖντο
ImperativeSingular μεταντλοῦ μεταντλείσθω
Dual μεταντλεῖσθον μεταντλείσθων
Plural μεταντλεῖσθε μεταντλείσθων, μεταντλείσθωσαν
Infinitive μεταντλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταντλουμενος μεταντλουμενου μεταντλουμενη μεταντλουμενης μεταντλουμενον μεταντλουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταντλήσω μεταντλήσεις μεταντλήσει
Dual μεταντλήσετον μεταντλήσετον
Plural μεταντλήσομεν μεταντλήσετε μεταντλήσουσιν*
OptativeSingular μεταντλήσοιμι μεταντλήσοις μεταντλήσοι
Dual μεταντλήσοιτον μεταντλησοίτην
Plural μεταντλήσοιμεν μεταντλήσοιτε μεταντλήσοιεν
Infinitive μεταντλήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταντλησων μεταντλησοντος μεταντλησουσα μεταντλησουσης μεταντλησον μεταντλησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταντλήσομαι μεταντλήσει, μεταντλήσῃ μεταντλήσεται
Dual μεταντλήσεσθον μεταντλήσεσθον
Plural μεταντλησόμεθα μεταντλήσεσθε μεταντλήσονται
OptativeSingular μεταντλησοίμην μεταντλήσοιο μεταντλήσοιτο
Dual μεταντλήσοισθον μεταντλησοίσθην
Plural μεταντλησοίμεθα μεταντλήσοισθε μεταντλήσοιντο
Infinitive μεταντλήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταντλησομενος μεταντλησομενου μεταντλησομενη μεταντλησομενης μεταντλησομενον μεταντλησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to draw from one vessel into another

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION