Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπεριθέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συμπεριθέω συμπεριθεύσομαι

Structure: συμπεριθέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to run about together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπερίθω συμπερίθεις συμπερίθει
Dual συμπερίθειτον συμπερίθειτον
Plural συμπερίθουμεν συμπερίθειτε συμπερίθουσιν*
SubjunctiveSingular συμπερίθω συμπερίθῃς συμπερίθῃ
Dual συμπερίθητον συμπερίθητον
Plural συμπερίθωμεν συμπερίθητε συμπερίθωσιν*
OptativeSingular συμπερίθοιμι συμπερίθοις συμπερίθοι
Dual συμπερίθοιτον συμπεριθοίτην
Plural συμπερίθοιμεν συμπερίθοιτε συμπερίθοιεν
ImperativeSingular συμπερῖθει συμπεριθεῖτω
Dual συμπερίθειτον συμπεριθεῖτων
Plural συμπερίθειτε συμπεριθοῦντων, συμπεριθεῖτωσαν
Infinitive συμπερίθειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπεριθων συμπεριθουντος συμπεριθουσα συμπεριθουσης συμπεριθουν συμπεριθουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπερίθουμαι συμπερίθει, συμπερίθῃ συμπερίθειται
Dual συμπερίθεισθον συμπερίθεισθον
Plural συμπεριθοῦμεθα συμπερίθεισθε συμπερίθουνται
SubjunctiveSingular συμπερίθωμαι συμπερίθῃ συμπερίθηται
Dual συμπερίθησθον συμπερίθησθον
Plural συμπεριθώμεθα συμπερίθησθε συμπερίθωνται
OptativeSingular συμπεριθοίμην συμπερίθοιο συμπερίθοιτο
Dual συμπερίθοισθον συμπεριθοίσθην
Plural συμπεριθοίμεθα συμπερίθοισθε συμπερίθοιντο
ImperativeSingular συμπερίθου συμπεριθεῖσθω
Dual συμπερίθεισθον συμπεριθεῖσθων
Plural συμπερίθεισθε συμπεριθεῖσθων, συμπεριθεῖσθωσαν
Infinitive συμπερίθεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπεριθουμενος συμπεριθουμενου συμπεριθουμενη συμπεριθουμενης συμπεριθουμενον συμπεριθουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἑώθέν τε ὑπὸ κώδωνι ἐξαναστὰσ ἀποσεισάμενοσ τοῦ ὕπνου τὸ ἥδιστον συμπεριθεῖσ ἄνω καὶ κάτω ἔτι τὸν χθιζὸν ἔχων πηλὸν ἐπὶ τοῖν σκελοῖν. (Lucian, De mercede, (no name) 24:5)

Synonyms

  1. to run about together

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION