Ancient Greek-English Dictionary Language

συντροχάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συντροχάζω

Structure: συν (Prefix) + τροχάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to run together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συντροχάζω συντροχάζεις συντροχάζει
Dual συντροχάζετον συντροχάζετον
Plural συντροχάζομεν συντροχάζετε συντροχάζουσιν*
SubjunctiveSingular συντροχάζω συντροχάζῃς συντροχάζῃ
Dual συντροχάζητον συντροχάζητον
Plural συντροχάζωμεν συντροχάζητε συντροχάζωσιν*
OptativeSingular συντροχάζοιμι συντροχάζοις συντροχάζοι
Dual συντροχάζοιτον συντροχαζοίτην
Plural συντροχάζοιμεν συντροχάζοιτε συντροχάζοιεν
ImperativeSingular συντρόχαζε συντροχαζέτω
Dual συντροχάζετον συντροχαζέτων
Plural συντροχάζετε συντροχαζόντων, συντροχαζέτωσαν
Infinitive συντροχάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συντροχαζων συντροχαζοντος συντροχαζουσα συντροχαζουσης συντροχαζον συντροχαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συντροχάζομαι συντροχάζει, συντροχάζῃ συντροχάζεται
Dual συντροχάζεσθον συντροχάζεσθον
Plural συντροχαζόμεθα συντροχάζεσθε συντροχάζονται
SubjunctiveSingular συντροχάζωμαι συντροχάζῃ συντροχάζηται
Dual συντροχάζησθον συντροχάζησθον
Plural συντροχαζώμεθα συντροχάζησθε συντροχάζωνται
OptativeSingular συντροχαζοίμην συντροχάζοιο συντροχάζοιτο
Dual συντροχάζοισθον συντροχαζοίσθην
Plural συντροχαζοίμεθα συντροχάζοισθε συντροχάζοιντο
ImperativeSingular συντροχάζου συντροχαζέσθω
Dual συντροχάζεσθον συντροχαζέσθων
Plural συντροχάζεσθε συντροχαζέσθων, συντροχαζέσθωσαν
Infinitive συντροχάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συντροχαζομενος συντροχαζομενου συντροχαζομενη συντροχαζομενης συντροχαζομενον συντροχαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐπεὶ δὲ κατέπλευσεν εἰσ τὴν Αἴγυπτον, εὐθὺσ οἱ πρῶτοι τῶν βασιλικῶν ἡγεμόνων καὶ διοικητῶν ἐβάδιζον ἐπὶ ναῦν θεραπεύοντεσ αὐτόν, ἦν δὲ καὶ τῶν ἄλλων Αἰγυπτίων σπουδή τε μεγάλη καὶ προσδοκία διὰ τοὔνομα καὶ τὴν δόξαν τοῦ Ἀγησιλάου, καὶ συνετρόχαζον ἅπαντεσ ἐπὶ τὴν θέαν. (Plutarch, Agesilaus, chapter 36 4:1)
  • αὐτόσ τε οὖν ἡσθεὶσ ἀπήντα τοῖσ ἄγουσι, καὶ τῶν ἄλλων οἱ πυνθανόμενοι ζῶντα Βροῦτον κομίζεσθαι συνετρόχαζον, οἱ μὲν ἐλεεινὸν ἡγούμενοι τῆσ τύχησ, οἱ δὲ τῆσ δόξησ ἀνάξιον, ἄγραν βαρβάρων ὑπὸ φιλοψυχίασ γενόμενον. (Plutarch, Brutus, chapter 50 2:2)
  • τούτουσ ἰδόντεσ οἱ στρατιῶται συνετρόχαζον πρὸσ τὸν Πομπήϊον. (Plutarch, Pompey, chapter 41 3:5)

Synonyms

  1. to run together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION