Ancient Greek-English Dictionary Language

παρατροχάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: παρατροχάζω

Structure: παρα (Prefix) + τροχάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to run past, to pass by or over, to leave unnoticed

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρατροχάζω παρατροχάζεις παρατροχάζει
Dual παρατροχάζετον παρατροχάζετον
Plural παρατροχάζομεν παρατροχάζετε παρατροχάζουσιν*
SubjunctiveSingular παρατροχάζω παρατροχάζῃς παρατροχάζῃ
Dual παρατροχάζητον παρατροχάζητον
Plural παρατροχάζωμεν παρατροχάζητε παρατροχάζωσιν*
OptativeSingular παρατροχάζοιμι παρατροχάζοις παρατροχάζοι
Dual παρατροχάζοιτον παρατροχαζοίτην
Plural παρατροχάζοιμεν παρατροχάζοιτε παρατροχάζοιεν
ImperativeSingular παρατρόχαζε παρατροχαζέτω
Dual παρατροχάζετον παρατροχαζέτων
Plural παρατροχάζετε παρατροχαζόντων, παρατροχαζέτωσαν
Infinitive παρατροχάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρατροχαζων παρατροχαζοντος παρατροχαζουσα παρατροχαζουσης παρατροχαζον παρατροχαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρατροχάζομαι παρατροχάζει, παρατροχάζῃ παρατροχάζεται
Dual παρατροχάζεσθον παρατροχάζεσθον
Plural παρατροχαζόμεθα παρατροχάζεσθε παρατροχάζονται
SubjunctiveSingular παρατροχάζωμαι παρατροχάζῃ παρατροχάζηται
Dual παρατροχάζησθον παρατροχάζησθον
Plural παρατροχαζώμεθα παρατροχάζησθε παρατροχάζωνται
OptativeSingular παρατροχαζοίμην παρατροχάζοιο παρατροχάζοιτο
Dual παρατροχάζοισθον παρατροχαζοίσθην
Plural παρατροχαζοίμεθα παρατροχάζοισθε παρατροχάζοιντο
ImperativeSingular παρατροχάζου παρατροχαζέσθω
Dual παρατροχάζεσθον παρατροχαζέσθων
Plural παρατροχάζεσθε παρατροχαζέσθων, παρατροχαζέσθωσαν
Infinitive παρατροχάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρατροχαζομενος παρατροχαζομενου παρατροχαζομενη παρατροχαζομενης παρατροχαζομενον παρατροχαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἱππέεσ δὲ αὐτοὺσ ἐξ Ἀντωνίου περιθέοντεσ, ὅσοι παρήσπιζον αὐτῷ, δι’ ὅλησ τῆσ νυκτὸσ ἀνελέγοντο καὶ τοὺσ μὲν ἀντὶ σφῶν αὐτῶν, τοὺσ δὲ σὺν ἑαυτοῖσ ἐπὶ τοὺσ ἵππουσ ἀνετίθεντο ἢ τῆσ οὐρᾶσ ἀντεχομένουσ παρεκάλουν παρατροχάζειν καὶ βοηθεῖν σφίσιν ἐσ τὴν σωτηρίαν. (Appian, The Civil Wars, book 3, chapter 9 7:8)

Synonyms

  1. to run past

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION