Ancient Greek-English Dictionary Language

διατρίβω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διατρίβω διατρίψω διατέτριμμαι

Structure: δια (Prefix) + τρίβ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to rub between, rub hard, rub away, consume, waste, to perish utterly
  2. to waste time, pass it away, to pass all one's time, to go on talking, to employ oneself on or in
  3. to lose time, delay, to lose time
  4. to put off by delay, to thwart, hinder, put, off

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατρίβω διατρίβεις διατρίβει
Dual διατρίβετον διατρίβετον
Plural διατρίβομεν διατρίβετε διατρίβουσιν*
SubjunctiveSingular διατρίβω διατρίβῃς διατρίβῃ
Dual διατρίβητον διατρίβητον
Plural διατρίβωμεν διατρίβητε διατρίβωσιν*
OptativeSingular διατρίβοιμι διατρίβοις διατρίβοι
Dual διατρίβοιτον διατριβοίτην
Plural διατρίβοιμεν διατρίβοιτε διατρίβοιεν
ImperativeSingular διατρίβε διατριβέτω
Dual διατρίβετον διατριβέτων
Plural διατρίβετε διατριβόντων, διατριβέτωσαν
Infinitive διατρίβειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διατριβων διατριβοντος διατριβουσα διατριβουσης διατριβον διατριβοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατρίβομαι διατρίβει, διατρίβῃ διατρίβεται
Dual διατρίβεσθον διατρίβεσθον
Plural διατριβόμεθα διατρίβεσθε διατρίβονται
SubjunctiveSingular διατρίβωμαι διατρίβῃ διατρίβηται
Dual διατρίβησθον διατρίβησθον
Plural διατριβώμεθα διατρίβησθε διατρίβωνται
OptativeSingular διατριβοίμην διατρίβοιο διατρίβοιτο
Dual διατρίβοισθον διατριβοίσθην
Plural διατριβοίμεθα διατρίβοισθε διατρίβοιντο
ImperativeSingular διατρίβου διατριβέσθω
Dual διατρίβεσθον διατριβέσθων
Plural διατρίβεσθε διατριβέσθων, διατριβέσθωσαν
Infinitive διατρίβεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διατριβομενος διατριβομενου διατριβομενη διατριβομενης διατριβομενον διατριβομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ μὴν ἔστιν γε, ὦ ξένε, προϊόντι κυπαρίττων τε ἐν τοῖσ ἄλσεσιν ὕψη καὶ κάλλη θαυμάσια, καὶ λειμῶνεσ ἐν οἷσιν ἀναπαυόμενοι διατρίβοιμεν ἄν. (Plato, Laws, book 1 6:2)

Synonyms

  1. to put off by delay

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION