Ancient Greek-English Dictionary Language

διατρέχω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διατρέχω διαθρέξομαι διέδραμον διαδεδράμηκα

Structure: δια (Prefix) + τρέχ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to run across or over
  2. to run through
  3. to run about
  4. to penetrate

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατρέχω διατρέχεις διατρέχει
Dual διατρέχετον διατρέχετον
Plural διατρέχομεν διατρέχετε διατρέχουσιν*
SubjunctiveSingular διατρέχω διατρέχῃς διατρέχῃ
Dual διατρέχητον διατρέχητον
Plural διατρέχωμεν διατρέχητε διατρέχωσιν*
OptativeSingular διατρέχοιμι διατρέχοις διατρέχοι
Dual διατρέχοιτον διατρεχοίτην
Plural διατρέχοιμεν διατρέχοιτε διατρέχοιεν
ImperativeSingular διατρέχε διατρεχέτω
Dual διατρέχετον διατρεχέτων
Plural διατρέχετε διατρεχόντων, διατρεχέτωσαν
Infinitive διατρέχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διατρεχων διατρεχοντος διατρεχουσα διατρεχουσης διατρεχον διατρεχοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατρέχομαι διατρέχει, διατρέχῃ διατρέχεται
Dual διατρέχεσθον διατρέχεσθον
Plural διατρεχόμεθα διατρέχεσθε διατρέχονται
SubjunctiveSingular διατρέχωμαι διατρέχῃ διατρέχηται
Dual διατρέχησθον διατρέχησθον
Plural διατρεχώμεθα διατρέχησθε διατρέχωνται
OptativeSingular διατρεχοίμην διατρέχοιο διατρέχοιτο
Dual διατρέχοισθον διατρεχοίσθην
Plural διατρεχοίμεθα διατρέχοισθε διατρέχοιντο
ImperativeSingular διατρέχου διατρεχέσθω
Dual διατρέχεσθον διατρεχέσθων
Plural διατρέχεσθε διατρεχέσθων, διατρεχέσθωσαν
Infinitive διατρέχεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διατρεχομενος διατρεχομενου διατρεχομενη διατρεχομενης διατρεχομενον διατρεχομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ τῶν λοιπῶν ἐσ τὰ σφέτερα διὰ ἀπόρου χώρασ καὶ χειμῶνοσ ἐπιπόνου διατρεχόντων οἱ ἡμίσεισ βαλανηφαγοῦντεσ διεφθάρησαν. (Appian, The Civil Wars, book 1, chapter 6 7:3)

Synonyms

  1. to run across or over

  2. to run through

  3. to run about

  4. to penetrate

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION