διάταξις
Third declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διάταξις
διατάξεως
Structure:
διαταξι
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- disposition, arrangment
- command
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ ἐποίησε τὰσ πύλασ αὐτῆσ πύλασ διεγειρομένασ εἰσ ὕψοσ πηχῶν ἑβδομήκοντα καὶ τὸ πλάτοσ αὐτῶν πήχεισ τεσσαράκοντα εἰσ ἐξόδουσ δυνάμεων δυνατῶν αὐτοῦ καὶ διατάξεισ τῶν πεζῶν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Iudith 1:4)
- καὶ ἀποστρέψαντεσ ἐκ τῆσ σκηνῆσ ἐπορεύθησαν ἐπὶ τὰσ διατάξεισ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Iudith 8:36)
- τοῦ εἰσελθεῖν ρομφαίαν βασιλέωσ Βαβυλῶνοσ. ἐκ χώρασ μιᾶσ ἐξελεύσονται αἱ δύο, καὶ χεὶρ ἐν ἀρχῇ ὁδοῦ πόλεωσ, ἐπ’ ἀρχῆσ ὁδοῦ διατάξεισ τοῦ εἰσελθεῖν ρομφαίαν ἐπὶ Ραββὰθ υἱῶν Ἀμμὼν καὶ ἐπὶ τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ ἐν μέσῳ αὐτῆσ. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 21:20)
- "εἶθ’ ὥσπερ ὑπὸ ποινῆσ ἐλαυνόμενοι δεινὰ ποιεῖν ὁμολογοῦσι, συγχέοντεσ τὰ νόμιμα καὶ τὰσ διατάξεισ τῶν νόμων ἀναιροῦντεσ, ἵνα μηδὲ συγγνώμησ τύχωσι. (Plutarch, Adversus Colotem, section 31 1:13)
- ἐκ δὲ τῶν λόγων πρὸσ οὐδὲν ἐπιεικὲσ συνέβησαν, ἀλλ’ ἔτι μᾶλλον ἀλλοτριωθέντεσ πρὸσ ἀλλήλουσ ἀπῆλθον καὶ τὰσ ὑπὸ τοῦ Λουκούλλου γενομένασ διατάξεισ ἠκύρωσεν ὁ Πομπήιοσ, στρατιώτασ δὲ τοὺσ ἄλλουσ ἀπαγαγών μόνουσ αὐτῷ χιλίουσ ἑξακοσίουσ ἀπέλιπε συνθριαμβεύσοντασ, οὐδὲ τούτουσ μάλα προθύμωσ ἑπομένουσ. (Plutarch, Lucullus, chapter 36 4:1)
Synonyms
-
disposition
-
command
- ἐπιτακτήρ (a commander)
- ἥγησις (command)
- ἡγητήρ (a commander)
- πεντακοσιάρχης (the commander of)
- ἐφέτης (a commander)
- διλοχῑ́της ( a commander of a δῐλοχίᾱ )
- ἁρμόστωρ (a commander)
- ταγοῦχος (holding command)
- ἐπίταξις (a command, order)
- κελευσμός (an order, command)
- μυριάρχης (commander of, men)
- στρατοφύλαξ (a commanding officer)
- ταγός (a commander, chief)
- συστράτηγος (a joint-commander)
- ὀπισθοφυλακία (the command of the rear)
- δεκάδαρχος (a commander of ten)
- δίοπος (a ruler, commander)
- διακέλευμα (an exhortation, command)
- ἱππαρμοστής (a commander of cavalry)
- ἀγγελίᾱ (instruction, command)
- πρόσταξις (ordinance, command)
- πρόσταγμα (an ordinance, command)
- ἐντολή (commandment, ordinance)
- πειθαρχία (obedience to command)
- στρατοπεδάρχης (a military commander)
- τριηραρχία (the command of a trireme)