헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαστέλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαστέλλω διαστελῶ

형태분석: δια (접두사) + στέλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 산산이 흩뜨리다, 빼앗다, 제거하다
  2. 구별하다, 정의하다, 분간하다, 판단하다
  1. to put asunder, tear open
  2. to distinguish, define, to determine
  3. to give express orders

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαστέλλω

(나는) 산산이 흩뜨린다

διαστέλλεις

(너는) 산산이 흩뜨린다

διαστέλλει

(그는) 산산이 흩뜨린다

쌍수 διαστέλλετον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨린다

διαστέλλετον

(그 둘은) 산산이 흩뜨린다

복수 διαστέλλομεν

(우리는) 산산이 흩뜨린다

διαστέλλετε

(너희는) 산산이 흩뜨린다

διαστέλλουσιν*

(그들은) 산산이 흩뜨린다

접속법단수 διαστέλλω

(나는) 산산이 흩뜨리자

διαστέλλῃς

(너는) 산산이 흩뜨리자

διαστέλλῃ

(그는) 산산이 흩뜨리자

쌍수 διαστέλλητον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨리자

διαστέλλητον

(그 둘은) 산산이 흩뜨리자

복수 διαστέλλωμεν

(우리는) 산산이 흩뜨리자

διαστέλλητε

(너희는) 산산이 흩뜨리자

διαστέλλωσιν*

(그들은) 산산이 흩뜨리자

기원법단수 διαστέλλοιμι

(나는) 산산이 흩뜨리기를 (바라다)

διαστέλλοις

(너는) 산산이 흩뜨리기를 (바라다)

διαστέλλοι

(그는) 산산이 흩뜨리기를 (바라다)

쌍수 διαστέλλοιτον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨리기를 (바라다)

διαστελλοίτην

(그 둘은) 산산이 흩뜨리기를 (바라다)

복수 διαστέλλοιμεν

(우리는) 산산이 흩뜨리기를 (바라다)

διαστέλλοιτε

(너희는) 산산이 흩뜨리기를 (바라다)

διαστέλλοιεν

(그들은) 산산이 흩뜨리기를 (바라다)

명령법단수 διαστέλλε

(너는) 산산이 흩뜨려라

διαστελλέτω

(그는) 산산이 흩뜨려라

쌍수 διαστέλλετον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨려라

διαστελλέτων

(그 둘은) 산산이 흩뜨려라

복수 διαστέλλετε

(너희는) 산산이 흩뜨려라

διαστελλόντων, διαστελλέτωσαν

(그들은) 산산이 흩뜨려라

부정사 διαστέλλειν

산산이 흩뜨리는 것

분사 남성여성중성
διαστελλων

διαστελλοντος

διαστελλουσα

διαστελλουσης

διαστελλον

διαστελλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαστέλλομαι

(나는) 산산이 흩뜨려진다

διαστέλλει, διαστέλλῃ

(너는) 산산이 흩뜨려진다

διαστέλλεται

(그는) 산산이 흩뜨려진다

쌍수 διαστέλλεσθον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨려진다

διαστέλλεσθον

(그 둘은) 산산이 흩뜨려진다

복수 διαστελλόμεθα

(우리는) 산산이 흩뜨려진다

διαστέλλεσθε

(너희는) 산산이 흩뜨려진다

διαστέλλονται

(그들은) 산산이 흩뜨려진다

접속법단수 διαστέλλωμαι

(나는) 산산이 흩뜨려지자

διαστέλλῃ

(너는) 산산이 흩뜨려지자

διαστέλληται

(그는) 산산이 흩뜨려지자

쌍수 διαστέλλησθον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨려지자

διαστέλλησθον

(그 둘은) 산산이 흩뜨려지자

복수 διαστελλώμεθα

(우리는) 산산이 흩뜨려지자

διαστέλλησθε

(너희는) 산산이 흩뜨려지자

διαστέλλωνται

(그들은) 산산이 흩뜨려지자

기원법단수 διαστελλοίμην

(나는) 산산이 흩뜨려지기를 (바라다)

διαστέλλοιο

(너는) 산산이 흩뜨려지기를 (바라다)

διαστέλλοιτο

(그는) 산산이 흩뜨려지기를 (바라다)

쌍수 διαστέλλοισθον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨려지기를 (바라다)

διαστελλοίσθην

(그 둘은) 산산이 흩뜨려지기를 (바라다)

복수 διαστελλοίμεθα

(우리는) 산산이 흩뜨려지기를 (바라다)

διαστέλλοισθε

(너희는) 산산이 흩뜨려지기를 (바라다)

διαστέλλοιντο

(그들은) 산산이 흩뜨려지기를 (바라다)

명령법단수 διαστέλλου

(너는) 산산이 흩뜨려져라

διαστελλέσθω

(그는) 산산이 흩뜨려져라

쌍수 διαστέλλεσθον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨려져라

διαστελλέσθων

(그 둘은) 산산이 흩뜨려져라

복수 διαστέλλεσθε

(너희는) 산산이 흩뜨려져라

διαστελλέσθων, διαστελλέσθωσαν

(그들은) 산산이 흩뜨려져라

부정사 διαστέλλεσθαι

산산이 흩뜨려지는 것

분사 남성여성중성
διαστελλομενος

διαστελλομενου

διαστελλομενη

διαστελλομενης

διαστελλομενον

διαστελλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαστελῶ

(나는) 산산이 흩뜨리겠다

διαστελεῖς

(너는) 산산이 흩뜨리겠다

διαστελεῖ

(그는) 산산이 흩뜨리겠다

쌍수 διαστελεῖτον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨리겠다

διαστελεῖτον

(그 둘은) 산산이 흩뜨리겠다

복수 διαστελοῦμεν

(우리는) 산산이 흩뜨리겠다

διαστελεῖτε

(너희는) 산산이 흩뜨리겠다

διαστελοῦσιν*

(그들은) 산산이 흩뜨리겠다

기원법단수 διαστελοῖμι

(나는) 산산이 흩뜨리겠기를 (바라다)

διαστελοῖς

(너는) 산산이 흩뜨리겠기를 (바라다)

διαστελοῖ

(그는) 산산이 흩뜨리겠기를 (바라다)

쌍수 διαστελοῖτον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨리겠기를 (바라다)

διαστελοίτην

(그 둘은) 산산이 흩뜨리겠기를 (바라다)

복수 διαστελοῖμεν

(우리는) 산산이 흩뜨리겠기를 (바라다)

διαστελοῖτε

(너희는) 산산이 흩뜨리겠기를 (바라다)

διαστελοῖεν

(그들은) 산산이 흩뜨리겠기를 (바라다)

부정사 διαστελεῖν

산산이 흩뜨릴 것

분사 남성여성중성
διαστελων

διαστελουντος

διαστελουσα

διαστελουσης

διαστελουν

διαστελουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαστελοῦμαι

(나는) 산산이 흩뜨려지겠다

διαστελεῖ, διαστελῇ

(너는) 산산이 흩뜨려지겠다

διαστελεῖται

(그는) 산산이 흩뜨려지겠다

쌍수 διαστελεῖσθον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨려지겠다

διαστελεῖσθον

(그 둘은) 산산이 흩뜨려지겠다

복수 διαστελούμεθα

(우리는) 산산이 흩뜨려지겠다

διαστελεῖσθε

(너희는) 산산이 흩뜨려지겠다

διαστελοῦνται

(그들은) 산산이 흩뜨려지겠다

기원법단수 διαστελοίμην

(나는) 산산이 흩뜨려지겠기를 (바라다)

διαστελοῖο

(너는) 산산이 흩뜨려지겠기를 (바라다)

διαστελοῖτο

(그는) 산산이 흩뜨려지겠기를 (바라다)

쌍수 διαστελοῖσθον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨려지겠기를 (바라다)

διαστελοίσθην

(그 둘은) 산산이 흩뜨려지겠기를 (바라다)

복수 διαστελοίμεθα

(우리는) 산산이 흩뜨려지겠기를 (바라다)

διαστελοῖσθε

(너희는) 산산이 흩뜨려지겠기를 (바라다)

διαστελοῖντο

(그들은) 산산이 흩뜨려지겠기를 (바라다)

부정사 διαστελεῖσθαι

산산이 흩뜨려질 것

분사 남성여성중성
διαστελουμενος

διαστελουμενου

διαστελουμενη

διαστελουμενης

διαστελουμενον

διαστελουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέστελλον

(나는) 산산이 흩뜨리고 있었다

διέστελλες

(너는) 산산이 흩뜨리고 있었다

διέστελλεν*

(그는) 산산이 흩뜨리고 있었다

쌍수 διεστέλλετον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨리고 있었다

διεστελλέτην

(그 둘은) 산산이 흩뜨리고 있었다

복수 διεστέλλομεν

(우리는) 산산이 흩뜨리고 있었다

διεστέλλετε

(너희는) 산산이 흩뜨리고 있었다

διέστελλον

(그들은) 산산이 흩뜨리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεστελλόμην

(나는) 산산이 흩뜨려지고 있었다

διεστέλλου

(너는) 산산이 흩뜨려지고 있었다

διεστέλλετο

(그는) 산산이 흩뜨려지고 있었다

쌍수 διεστέλλεσθον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨려지고 있었다

διεστελλέσθην

(그 둘은) 산산이 흩뜨려지고 있었다

복수 διεστελλόμεθα

(우리는) 산산이 흩뜨려지고 있었다

διεστέλλεσθε

(너희는) 산산이 흩뜨려지고 있었다

διεστέλλοντο

(그들은) 산산이 흩뜨려지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέστειλα

(나는) 산산이 흩뜨렸다

διέστειλας

(너는) 산산이 흩뜨렸다

διέστειλεν*

(그는) 산산이 흩뜨렸다

쌍수 διεστείλατον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨렸다

διεστειλάτην

(그 둘은) 산산이 흩뜨렸다

복수 διεστείλαμεν

(우리는) 산산이 흩뜨렸다

διεστείλατε

(너희는) 산산이 흩뜨렸다

διέστειλαν

(그들은) 산산이 흩뜨렸다

접속법단수 διαστείλω

(나는) 산산이 흩뜨렸자

διαστείλῃς

(너는) 산산이 흩뜨렸자

διαστείλῃ

(그는) 산산이 흩뜨렸자

쌍수 διαστείλητον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨렸자

διαστείλητον

(그 둘은) 산산이 흩뜨렸자

복수 διαστείλωμεν

(우리는) 산산이 흩뜨렸자

διαστείλητε

(너희는) 산산이 흩뜨렸자

διαστείλωσιν*

(그들은) 산산이 흩뜨렸자

기원법단수 διαστείλαιμι

(나는) 산산이 흩뜨렸기를 (바라다)

διαστείλαις

(너는) 산산이 흩뜨렸기를 (바라다)

διαστείλαι

(그는) 산산이 흩뜨렸기를 (바라다)

쌍수 διαστείλαιτον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨렸기를 (바라다)

διαστειλαίτην

(그 둘은) 산산이 흩뜨렸기를 (바라다)

복수 διαστείλαιμεν

(우리는) 산산이 흩뜨렸기를 (바라다)

διαστείλαιτε

(너희는) 산산이 흩뜨렸기를 (바라다)

διαστείλαιεν

(그들은) 산산이 흩뜨렸기를 (바라다)

명령법단수 διαστείλον

(너는) 산산이 흩뜨렸어라

διαστειλάτω

(그는) 산산이 흩뜨렸어라

쌍수 διαστείλατον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨렸어라

διαστειλάτων

(그 둘은) 산산이 흩뜨렸어라

복수 διαστείλατε

(너희는) 산산이 흩뜨렸어라

διαστειλάντων

(그들은) 산산이 흩뜨렸어라

부정사 διαστείλαι

산산이 흩뜨렸는 것

분사 남성여성중성
διαστειλᾱς

διαστειλαντος

διαστειλᾱσα

διαστειλᾱσης

διαστειλαν

διαστειλαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεστειλάμην

(나는) 산산이 흩뜨려졌다

διεστείλω

(너는) 산산이 흩뜨려졌다

διεστείλατο

(그는) 산산이 흩뜨려졌다

쌍수 διεστείλασθον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨려졌다

διεστειλάσθην

(그 둘은) 산산이 흩뜨려졌다

복수 διεστειλάμεθα

(우리는) 산산이 흩뜨려졌다

διεστείλασθε

(너희는) 산산이 흩뜨려졌다

διεστείλαντο

(그들은) 산산이 흩뜨려졌다

접속법단수 διαστείλωμαι

(나는) 산산이 흩뜨려졌자

διαστείλῃ

(너는) 산산이 흩뜨려졌자

διαστείληται

(그는) 산산이 흩뜨려졌자

쌍수 διαστείλησθον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨려졌자

διαστείλησθον

(그 둘은) 산산이 흩뜨려졌자

복수 διαστειλώμεθα

(우리는) 산산이 흩뜨려졌자

διαστείλησθε

(너희는) 산산이 흩뜨려졌자

διαστείλωνται

(그들은) 산산이 흩뜨려졌자

기원법단수 διαστειλαίμην

(나는) 산산이 흩뜨려졌기를 (바라다)

διαστείλαιο

(너는) 산산이 흩뜨려졌기를 (바라다)

διαστείλαιτο

(그는) 산산이 흩뜨려졌기를 (바라다)

쌍수 διαστείλαισθον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨려졌기를 (바라다)

διαστειλαίσθην

(그 둘은) 산산이 흩뜨려졌기를 (바라다)

복수 διαστειλαίμεθα

(우리는) 산산이 흩뜨려졌기를 (바라다)

διαστείλαισθε

(너희는) 산산이 흩뜨려졌기를 (바라다)

διαστείλαιντο

(그들은) 산산이 흩뜨려졌기를 (바라다)

명령법단수 διαστείλαι

(너는) 산산이 흩뜨려졌어라

διαστειλάσθω

(그는) 산산이 흩뜨려졌어라

쌍수 διαστείλασθον

(너희 둘은) 산산이 흩뜨려졌어라

διαστειλάσθων

(그 둘은) 산산이 흩뜨려졌어라

복수 διαστείλασθε

(너희는) 산산이 흩뜨려졌어라

διαστειλάσθων

(그들은) 산산이 흩뜨려졌어라

부정사 διαστείλεσθαι

산산이 흩뜨려졌는 것

분사 남성여성중성
διαστειλαμενος

διαστειλαμενου

διαστειλαμενη

διαστειλαμενης

διαστειλαμενον

διαστειλαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 산산이 흩뜨리다

  2. 구별하다

  3. to give express orders

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION