헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαρρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαρρέω διαρρεύσομαι διερρύην διερρύηκα

형태분석: δια (접두사) + ῥέϝ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 새다, 흡수되다
  2. 뿌리다, 전시하다
  1. to flow through
  2. to slip through
  3. to leak
  4. to spread abroad
  5. gaping
  6. to fall away like water, die or waste away

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαρρέω

διάρρεις

διάρρει

쌍수 διάρρειτον

διάρρειτον

복수 διαρρέομεν

διάρρειτε

διαρρέουσιν*

접속법단수 διαρρέω

διάρρῃς

διάρρῃ

쌍수 διάρρητον

διάρρητον

복수 διαρρέωμεν

διάρρητε

διαρρέωσιν*

기원법단수 διαρρέοιμι

διαρρέοις

διαρρέοι

쌍수 διαρρέοιτον

διαρρεοίτην

복수 διαρρέοιμεν

διαρρέοιτε

διαρρέοιεν

명령법단수 διάρρει

διαρρεῖτω

쌍수 διάρρειτον

διαρρεῖτων

복수 διάρρειτε

διαρρεόντων, διαρρεῖτωσαν

부정사 διάρρειν

분사 남성여성중성
διαρρεων

διαρρεοντος

διαρρεουσα

διαρρεουσης

διαρρεον

διαρρεοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαρρέομαι

διάρρει, διάρρῃ

διάρρειται

쌍수 διάρρεισθον

διάρρεισθον

복수 διαρρεόμεθα

διάρρεισθε

διαρρέονται

접속법단수 διαρρέωμαι

διάρρῃ

διάρρηται

쌍수 διάρρησθον

διάρρησθον

복수 διαρρεώμεθα

διάρρησθε

διαρρέωνται

기원법단수 διαρρεοίμην

διαρρέοιο

διαρρέοιτο

쌍수 διαρρέοισθον

διαρρεοίσθην

복수 διαρρεοίμεθα

διαρρέοισθε

διαρρέοιντο

명령법단수 διαρρέου

διαρρεῖσθω

쌍수 διάρρεισθον

διαρρεῖσθων

복수 διάρρεισθε

διαρρεῖσθων, διαρρεῖσθωσαν

부정사 διάρρεισθαι

분사 남성여성중성
διαρρεομενος

διαρρεομενου

διαρρεομενη

διαρρεομενης

διαρρεομενον

διαρρεομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλὰ πρόσθεσισ μέν τισ γίγνεται τῆσ ἐπιφερομένησ τροφῆσ, ἅτε δ’ ὑδατωδεστέρασ οὔσησ ἔτι καὶ μὴ πάνυ τι κεχυμωμένησ μηδὲ τὸ γλίσχρον ἐκεῖνο καὶ κολλῶδεσ, ὃ δὴ τῆσ ἐμφύτου θερμασίασ οἰκονομίᾳ προσγίγνεται, κεκτημένησ ἡ πρόσφυσισ ἀδύνατόσ ἐστιν ἐπιτελεῖσθαι πλήθει λεπτῆσ ὑγρότητοσ ἀπέπτου διαρρεούσησ τε καὶ Ῥᾳδίωσ ὀλισθαινούσησ ἀπὸ τῶν στερεῶν τοῦ σωματοσ μορίων τῆσ τροφῆσ. (Galen, On the Natural Faculties., , section 119)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 119)

유의어

  1. to flow through

  2. to slip through

  3. 새다

  4. 뿌리다

  5. gaping

  6. to fall away like water

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION