Ancient Greek-English Dictionary Language

διάλεκτος

Second declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διάλεκτος διαλέκτου

Structure: διαλεκτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: diale/gomai

Sense

  1. discourse, conversation
  2. manner of speech, language
  3. dialect, accent

Declension

Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἡ δὲ δὴ Πλατωνικὴ διάλεκτοσ βούλεται μὲν εἶναι καὶ αὐτὴ μῖγμα ἑκατέρου τῶν χαρακτήρων, τοῦ τε ὑψηλοῦ καὶ ἰσχνοῦ, καθάπερ εἴρηταί μοι πρότερον· (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 2 2:1)
  • πρώτη τῶν ἀρετῶν γένοιτ’ ἄν, ἧσ χωρὶσ οὐδὲ τῶν ἄλλων τῶν περὶ τοὺσ λόγουσ ὄφελόσ τι, ἡ καθαρὰ τοῖσ ὀνόμασι καὶ τὸν Ἑλληνικὸν χαρακτῆρα σῴζουσα διάλεκτοσ. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 3 16:1)
  • οἷσ ἦν ἡ διάλεκτοσ χρήσιμοσ οὗτοσ ὁ χαρακτὴρ οὔτ’ εἰσ τοὺσ συμβουλευτικοὺσ οὔτ’ εἰσ τοὺσ δικανικοὺσ ἀγῶνασ, ἐν οἷσ οἵ τ’ ἐκκλησιάζοντεσ καὶ οἱ δικάζοντεσ, οὐχ οἱούσ ὁ Θουκυδίδησ ὑπέθετο, συνέρχονται. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 50 2:1)
  • οὔτε γὰρ μεταφοραί τινεσ ἔνεισιν εὐγενεῖσ οὔτε ὑπαλλαγαὶ οὔτε καταχρήσεισ οὔτ’ ἄλλη τροπικὴ διάλεκτοσ οὐδεμία, οὐδὲ δὴ γλῶτται παλαιαί τινεσ οὐδὲ ξένα ἢ πεποιημένα ὀνόματα. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 331)
  • εἰσὶ γὰρ ἀντίθετοι καὶ παρόμοιοι καὶ πάρισοι καὶ οἱ παραπλήσιοι τούτοισ, ἐξ ὧν ἡ πανηγυρικὴ διάλεκτοσ ἀποτελεῖται. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2355)

Synonyms

  1. discourse

  2. manner of speech

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION