- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

βρόμιος?

First/Second declension Adjective; Transliteration: bromios

Principal Part: βρόμιος βρόμιη βρόμιον

Structure: βρομι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: βρόμος

Sense

  1. Bacchic

Examples

  • εὐιόν ὦ Διόνυσε Βρόμιε καὶ Σεμέλας παῖ, χοροῖς τερπόμενος κατ ὄρεα νυμφᾶν ἐρατοῖς ἐν ὕμνοις, εὐιόν εὐιόν εὐοῖ . (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Lyric-Scene, strophe 31)
  • Ἀσίας ἀπὸ γᾶς ἱερὸν Τμῶλον ἀμείψασα θοάζω Βρομίῳ πόνον ἡδὺν κάματόν τ εὐκάματον, Βάκ- χιον εὐαζομένα. (Euripides, choral, lyric1)
  • ἴτε βάκχαι, ἴτε βάκχαι, Βρόμιον παῖδα θεὸν θεοῦ Διόνυσον κατάγουσαι Φρυγίων ἐξ ὀρέων Ἑλ- λάδος εἰς εὐρυχόρους ἀ- γυιάς, τὸν Βρόμιον: (Euripides, choral, strophe 12)
  • αὐτίκα γᾶ πᾶσα χορεύσει-- Βρόμιος ὅστις ἄγῃ θιάσους-- εἰς ὄρος εἰς ὄρος, ἔνθα μένει θηλυγενὴς ὄχλος ἀφ ἱστῶν παρὰ κερκίδων τ οἰστρηθεὶς Διονύσῳ. (Euripides, choral, strophe 24)
  • ἡδὺς ἐν ὄρεσιν, ὅταν ἐκ θιάσων δρομαί- ων πέσῃ πεδόσε, νε- βρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτόν, ἀγρεύων αἷμα τραγοκτόνον, ὠμοφάγον χάριν, ἱέμε- νος ἐς ὄρεα Φρύγια, Λύδι, ὁ δ ἔξαρχος Βρόμιος, εὐοἷ. (Euripides, choral, epode1)
  • Βρόμιος <ὅδ> ἀλα- λάζεται στέγας ἔσω. (Euripides, episode, lyric6)
  • κᾆθ ὁ Βρόμιος, ὡς ἔμοιγε φαίνεται, δόξαν λέγω, φάσμ ἐποίησεν κατ αὐλήν: (Euripides, episode, trochees7)
  • Βρόμιος οὐκ ἀνέξεται κινοῦντα βάκχας <ς> εὐίων ὀρῶν ἄπο. (Euripides, episode, trochees 10:10)

Synonyms

  1. Bacchic

Related

명사

형용사

동사

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION