βοάω
α-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
βοάω
Structure:
βοά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to cry aloud, to shout, men ready to shout
- to sound, resound, roar, howl, it proclaims
- to call to one, call on
- to call for, shout out for
- to noise abroad
- to cry aloud or command in a loud voice
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ ἦν σποδὸσ ἐπὶ τὰσ κιδάρεισ αὐτῶν. καὶ ἐβόων πρὸσ Κύριον ἐκ πάσησ δυνάμεωσ εἰσ ἀγαθὸν ἐπισκέψασθαι πάντα οἶκον Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Iudith 4:15)
- ἐπεὶ δέ τισ ἀθλητὴσ καταγελασθεὶσ ὑπ’ αὐτοῦ, ὅτι ἐσθῆτα ὤφθη ἀνθινὴν ἀμπεχόμενοσ Ὀλυμπιονίκησ ὤν, ἐπάταξεν αὐτὸν εἰσ τὴν κεφαλὴν λίθῳ καὶ αἷμα ἐρρύη, οἱ μὲν παρόντεσ ἠγανάκτουν ὡσ αὐτὸσ ἕκαστοσ τετυπτημένοσ καὶ ἐβόων πρὸσ τὸν ἀνθύπατον ἰέναι, ὁ δὲ Δημῶναξ, Μηδαμῶσ, ἔφη, ὦ ἄνδρεσ, πρὸσ τὸν ἀνθύπατον, ἀλλ’ ἐπὶ τὸν ἰατρόν. (Lucian, (no name) 16:1)
- οἱ δὲ κωμῳδοὶ βραχύτεροι μὲν ἐκείνων καὶ πεζοὶ καὶ ἀνθρωπινώτεροι καὶ ἧττον ἐβόων, κράνη δὲ πολὺ γελοιότερα. (Lucian, Anacharsis, (no name) 23:4)
- ἀλλὰ τό γε θέατρον ἅπαν συνεμεμήνει τῷ Αἰάντι καὶ ἐπήδων καὶ ἐβόων καὶ τὰσ ἐσθῆτασ ἀνερρίπτουν, οἱ μὲν συρφετώδεισ καὶ αὐτὸ τοῦτο ἰδιῶται τοῦ μὲν εὐσχήμονοσ οὐκ ἐστοχασμένοι οὐδὲ τὸ χεῖρον ἢ τὸ κρεῖττον ὁρῶντεσ, ἄκραν δὲ μίμησιν τοῦ πάθουσ τὰ τοιαῦτα οἰόμενοι εἶναι· (Lucian, De saltatione, (no name) 83:5)
- ἐβόων δὲ πρὸσ ἀλλήλασ ἑκατέρα, ἡ μὲν ὡσ αὐτῆσ ὄντα με κεκτῆσθαι βούλοιτο, ἡ δὲ ὡσ μάτην τῶν ἀλλοτρίων ἀντιποιοῖτο. (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 6:4)
Synonyms
-
to cry aloud
-
to call to one
-
to call for
-
to noise abroad
-
to cry aloud or command in a loud voice
Derived
- ἀναβοάω (to shout aloud, utter a loud cry, a war-cry)
- διαβοάω (to shout out, proclaim, publish)
- ἐκβοάω (to call out, cry aloud)
- ἐμβοάω (to call upon, shout to)
- ἐπαναβοάω (to cry out)
- ἐπιβοάω (to call upon or to, cry out to, to utter or sing aloud over)
- καταβοάω (to cry down, cry out against, to bawl down)
- προβοάω (to shout before, cry aloud)
- προσβοάομαι (to call to oneself, call in)
- συμβοάω (to shout together with, to call on, at once)
- συναναβοάω (to cry out together)