βοάω
α-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
βοάω
Structure:
βοά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to cry aloud, to shout, men ready to shout
- to sound, resound, roar, howl, it proclaims
- to call to one, call on
- to call for, shout out for
- to noise abroad
- to cry aloud or command in a loud voice
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Μετὰ δὲ τὰσ ἡμέρασ τὰσ πολλὰσ ἐκείνασ ἐτελεύτησεν ὁ βασιλεὺσ Αἰγύπτου. καὶ κατεστέναξαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἀπὸ τῶν ἔργων καὶ ἀνεβόησαν, καὶ ἀνέβη ἡ βοὴ αὐτῶν πρὸσ τὸν Θεὸν ἀπὸ τῶν ἔργων. (Septuagint, Liber Exodus 2:23)
- ὡσ ὁ καιρόσ, αὔριον ἀποστελῶ πρόσ σε ἄνδρα ἐκ γῆσ Βενιαμίν, καὶ χρίσεισ αὐτὸν εἰσ ἄρχοντα ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ, καὶ σώσει τὸν λαόν μου ἐκ χειρὸσ ἀλλοφύλων. ὅτι ἐπέβλεψα ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τοῦ λαοῦ μου, ὅτι ἦλθε βοὴ αὐτῶν πρόσ με. (Septuagint, Liber I Samuelis 9:16)
- ὡσ δὲ ἤκουσαν ταῦτα τὰ ρήματα οἱ ἄρχοντεσ τῆσ δυνάμεωσ Ἀσσούρ, τοὺσ χιτῶνασ αὐτῶν διέρρηξαν, καὶ ἐταράχθη ἡ ψυχὴ αὐτῶν σφόδρα, καὶ ἐγένετο αὐτῶν κραυγὴ καὶ βοὴ μεγάλη σφόδρα ἐν μέσῳ τῆσ παρεμβολῆσ. (Septuagint, Liber Iudith 14:19)
- ἐκ δὲ τῆσ πυκνοτάτησ τε καὶ ἐμπόνου τῶν ὄχλων συναγομένησ κραυγῆσ ἀνείκαστόσ τισ ἦν βοή. (Septuagint, Liber Maccabees III 1:28)
- τοῖσ δὲ Ἰουδαίοισ ἀνήκεστον πένθοσ ἦν καὶ πανόδυρτοσ μετὰ δακρύων βοή, στεναγμοῖσ πεπυρωμένησ τῆσ αὐτῶν πάντοθεν καρδίασ, ὀλοφυρομένων τὴν ἀπροσδόκητον ἐξαίφνησ ἐπικριθεῖσαν αὐτοῖσ ὀλεθρίαν. (Septuagint, Liber Maccabees III 4:2)
Synonyms
-
to cry aloud
-
to call to one
-
to call for
-
to noise abroad
-
to cry aloud or command in a loud voice
Derived
- ἀναβοάω (to shout aloud, utter a loud cry, a war-cry)
- διαβοάω (to shout out, proclaim, publish)
- ἐκβοάω (to call out, cry aloud)
- ἐμβοάω (to call upon, shout to)
- ἐπαναβοάω (to cry out)
- ἐπιβοάω (to call upon or to, cry out to, to utter or sing aloud over)
- καταβοάω (to cry down, cry out against, to bawl down)
- προβοάω (to shout before, cry aloud)
- προσβοάομαι (to call to oneself, call in)
- συμβοάω (to shout together with, to call on, at once)
- συναναβοάω (to cry out together)