Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄχθομαι

Non-contract Verb; 이상동사 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄχθομαι

Structure: ά̓χθ (Stem) + ομαι (Ending)

Etym.: fut mid in pass sense

Sense

  1. to be loaded
  2. to be weighed down, vexed, annoyed, grieved, at, with, at, he had no objection to

Examples

  • ὅσσοι γὰρ Γαίησ τε καὶ Οὐρανοῦ ἐξεγένοντο, δεινότατοι παίδων, σφετέρῳ δ’ ἤχθοντο τοκῆι ἐξ ἀρχῆσ· (Hesiod, Theogony, Book Th. 16:4)
  • ὅτε δὴ δ’ ἐγένετ’, ἤχθοντο, τῶν δὲ ῥητόρων ὁ τοῦτ’ ἀναπείσασ εὐθὺσ ἀποδρὰσ ᾤχετο. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Prologue 5:20)
  • αὐξανομένοισ γὰρ αὐτοῖσ κατ’ ἀρχὰσ καὶ τὰ συμμαχικὰ πολυπραγμονοῦσιν οὐκ ἤχθοντο τιμῇ καὶ χάριτι τοῦ Κίμωνοσ. (Plutarch, , chapter 16 2:3)
  • ἔπειτα δυνατώτεροι γενόμενοι καὶ τὸν Κίμωνα τοῖσ Σπαρτιάταισ οὐκ ἠρέμα προσκείμενον ὁρῶντεσ ἤχθοντο. (Plutarch, , chapter 16 3:2)
  • ἔπειτα τῶν ἐχθρῶν ἀπόντοσ αὐτοῦ καθαπτομένων σφοδρότερον, καὶ τοῖσ περὶ τοὺσ Ἑρμᾶσ ὑβρίσμασι καὶ τὰ μυστικὰ συμπλεκόντων, ὡσ ἀπὸ μιᾶσ ἐπὶ νεωτερισμῷ συνωμοσίασ πεπραγμένα, τοὺσ μὲν ὁπωσοῦν ἐπαιτιαθέντασ ἐνέβαλλον ἀκρίτουσ εἰσ τὸ δεσμωτήριον, ἤχθοντο δὲ τὸν Ἀλκιβιάδην μὴ λαβόντεσ ὑπὸ τὰσ ψήφουσ τότε μηδὲ κρίναντεσ ἐπ’ αἰτίαισ τηλικαύταισ. (Plutarch, , chapter 20 3:1)

Synonyms

  1. to be loaded

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION