Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄχθομαι

Non-contract Verb; 이상동사 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄχθομαι

Structure: ά̓χθ (Stem) + ομαι (Ending)

Etym.: fut mid in pass sense

Sense

  1. to be loaded
  2. to be weighed down, vexed, annoyed, grieved, at, with, at, he had no objection to

Examples

  • οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι, ἐπειδὰν βούλωνται ἀνέδην τοῖσ παρ’ αὑτοῖσ συγγενέσθαι σοφισταῖσ καὶ ἤδη ἄχθωνται λάθρᾳ συγγιγνόμενοι, ξενηλασίασ ποιούμενοι τῶν τε λακωνιζόντων τούτων καὶ ἐάν τισ ἄλλοσ ξένοσ ὢν ἐπιδημήσῃ, συγγίγνονται τοῖσ σοφισταῖσ λανθάνοντεσ τοὺσ ξένουσ, καὶ αὐτοὶ οὐδένα ἐῶσιν τῶν νέων εἰσ τὰσ ἄλλασ πόλεισ ἐξιέναι, ὥσπερ οὐδὲ Κρῆτεσ, ἵνα μὴ ἀπομανθάνωσιν ἃ αὐτοὶ διδάσκουσιν. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 279:1)

Synonyms

  1. to be loaded

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION