Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄχθομαι

Non-contract Verb; 이상동사 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄχθομαι

Structure: ά̓χθ (Stem) + ομαι (Ending)

Etym.: fut mid in pass sense

Sense

  1. to be loaded
  2. to be weighed down, vexed, annoyed, grieved, at, with, at, he had no objection to

Examples

  • ἐλθούσησ δὲ παρ’ αὐτὸν ὡσ γαμετῆσ οὐκ ἠγάπα μετέχων, ἀλλ’ ἤσχαλλε μεταδιδούσ, οὐδὲ αὐτῆσ ἀχθομένησ, ὥσ φασι, τῇ ζηλοτυπίᾳ τῆσ Ποππαίασ. (Plutarch, Galba, chapter 19 4:2)
  • ἔνθα δὴ λέγεται τῆσ γυναικὸσ ἀχθομένησ καὶ δακρυούσησ ἕνα τῶν φίλων τοῦ Κάτωνοσ Μουνάτιον εἰπεῖν· (Plutarch, Cato the Younger, chapter 9 1:2)
  • ὁ δ’ ἀνὴρ ἀγανακτῶν ἐπὶ τῇ ἀτιμίᾳ πολλὴν ἐποιήσατο τῆσ βουλῆσ ἐν τῷ δήμῳ κατηγορίαν, ὡσ ἀχθομένησ ἐπὶ τῷ λελύσθαι τὸν πρὸσ τοὺσ Τυρρηνοὺσ πόλεμον. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 17 5:4)
  • Ἀντώνιόσ τε τῆσ ἄρτι συγκειμένησ πρὸσ τὸν Καίσαρα φιλίασ ὑπεριδών, εἴτε ἐσ χάριν τῆσ βουλῆσ ἢ παρηγορίαν, ἀχθομένησ τῷ περὶ τῆσ Κελτικῆσ νόμῳ, εἴτε ἀπ’ οἰκείασ γνώμησ, προύγραφεν ὡσ ὕπατοσ μηδενὶ Καίσαρα ἐγχειρεῖν παρανόμωσ, ἢ χρήσεσθαι κατ’ αὐτοῦ παντὶ μέτρῳ τῆσ ἐξουσίασ. (Appian, The Civil Wars, book 3, chapter 5 1:4)

Synonyms

  1. to be loaded

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION