헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀρέσκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀρέσκω

형태분석: ἀρέσκ (어간) + ω (인칭어미)

어원: A)/rw

  1. 물다, 먹다, 얽다, 채우다, 사과하다
  2. 진정시키다, 누그러뜨리다, 달래다
  3. 만족시키다, 기쁘게 하다, 아첨하다, 충족시키다
  4. 되찾다, 회복하다
  5. 기쁘다, 만족스럽다, 동의할 수 있다
  1. to make good, make up, to make amends, will we make up among ourselves
  2. to appease, conciliate
  3. to please, satisfy, flatter
  4. to be pleased, satisfied with
  5. the resolution
  6. grateful, acceptable

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀρέσκω

(나는) 문다

ἀρέσκεις

(너는) 문다

ἀρέσκει

(그는) 문다

쌍수 ἀρέσκετον

(너희 둘은) 문다

ἀρέσκετον

(그 둘은) 문다

복수 ἀρέσκομεν

(우리는) 문다

ἀρέσκετε

(너희는) 문다

ἀρέσκουσιν*

(그들은) 문다

접속법단수 ἀρέσκω

(나는) 물자

ἀρέσκῃς

(너는) 물자

ἀρέσκῃ

(그는) 물자

쌍수 ἀρέσκητον

(너희 둘은) 물자

ἀρέσκητον

(그 둘은) 물자

복수 ἀρέσκωμεν

(우리는) 물자

ἀρέσκητε

(너희는) 물자

ἀρέσκωσιν*

(그들은) 물자

기원법단수 ἀρέσκοιμι

(나는) 물기를 (바라다)

ἀρέσκοις

(너는) 물기를 (바라다)

ἀρέσκοι

(그는) 물기를 (바라다)

쌍수 ἀρέσκοιτον

(너희 둘은) 물기를 (바라다)

ἀρεσκοίτην

(그 둘은) 물기를 (바라다)

복수 ἀρέσκοιμεν

(우리는) 물기를 (바라다)

ἀρέσκοιτε

(너희는) 물기를 (바라다)

ἀρέσκοιεν

(그들은) 물기를 (바라다)

명령법단수 ά̓ρεσκε

(너는) 물어라

ἀρεσκέτω

(그는) 물어라

쌍수 ἀρέσκετον

(너희 둘은) 물어라

ἀρεσκέτων

(그 둘은) 물어라

복수 ἀρέσκετε

(너희는) 물어라

ἀρεσκόντων, ἀρεσκέτωσαν

(그들은) 물어라

부정사 ἀρέσκειν

무는 것

분사 남성여성중성
ἀρεσκων

ἀρεσκοντος

ἀρεσκουσα

ἀρεσκουσης

ἀρεσκον

ἀρεσκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀρέσκομαι

(나는) 물려진다

ἀρέσκει, ἀρέσκῃ

(너는) 물려진다

ἀρέσκεται

(그는) 물려진다

쌍수 ἀρέσκεσθον

(너희 둘은) 물려진다

ἀρέσκεσθον

(그 둘은) 물려진다

복수 ἀρεσκόμεθα

(우리는) 물려진다

ἀρέσκεσθε

(너희는) 물려진다

ἀρέσκονται

(그들은) 물려진다

접속법단수 ἀρέσκωμαι

(나는) 물려지자

ἀρέσκῃ

(너는) 물려지자

ἀρέσκηται

(그는) 물려지자

쌍수 ἀρέσκησθον

(너희 둘은) 물려지자

ἀρέσκησθον

(그 둘은) 물려지자

복수 ἀρεσκώμεθα

(우리는) 물려지자

ἀρέσκησθε

(너희는) 물려지자

ἀρέσκωνται

(그들은) 물려지자

기원법단수 ἀρεσκοίμην

(나는) 물려지기를 (바라다)

ἀρέσκοιο

(너는) 물려지기를 (바라다)

ἀρέσκοιτο

(그는) 물려지기를 (바라다)

쌍수 ἀρέσκοισθον

(너희 둘은) 물려지기를 (바라다)

ἀρεσκοίσθην

(그 둘은) 물려지기를 (바라다)

복수 ἀρεσκοίμεθα

(우리는) 물려지기를 (바라다)

ἀρέσκοισθε

(너희는) 물려지기를 (바라다)

ἀρέσκοιντο

(그들은) 물려지기를 (바라다)

명령법단수 ἀρέσκου

(너는) 물려져라

ἀρεσκέσθω

(그는) 물려져라

쌍수 ἀρέσκεσθον

(너희 둘은) 물려져라

ἀρεσκέσθων

(그 둘은) 물려져라

복수 ἀρέσκεσθε

(너희는) 물려져라

ἀρεσκέσθων, ἀρεσκέσθωσαν

(그들은) 물려져라

부정사 ἀρέσκεσθαι

물려지는 것

분사 남성여성중성
ἀρεσκομενος

ἀρεσκομενου

ἀρεσκομενη

ἀρεσκομενης

ἀρεσκομενον

ἀρεσκομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̓ρεσκον

(나는) 물고 있었다

ή̓ρεσκες

(너는) 물고 있었다

ή̓ρεσκεν*

(그는) 물고 있었다

쌍수 ή̓ρεσκετον

(너희 둘은) 물고 있었다

ἠρε͂σκετην

(그 둘은) 물고 있었다

복수 ἠρέσκομεν

(우리는) 물고 있었다

ή̓ρεσκετε

(너희는) 물고 있었다

ή̓ρεσκον

(그들은) 물고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠρεσκόμην

(나는) 물려지고 있었다

ἠρέσκου

(너는) 물려지고 있었다

ή̓ρεσκετο

(그는) 물려지고 있었다

쌍수 ή̓ρεσκεσθον

(너희 둘은) 물려지고 있었다

ἠρε͂σκεσθην

(그 둘은) 물려지고 있었다

복수 ἠρεσκόμεθα

(우리는) 물려지고 있었다

ή̓ρεσκεσθε

(너희는) 물려지고 있었다

ἠρέσκοντο

(그들은) 물려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐκοῦν μηδὲ ἐκεῖνο ὑμᾶσ ἔρωμαι, σέ τε καὶ τὴν Πρόνοιαν καὶ τὴν Εἱμαρμένην, τί δήποτε Φωκίων μὲν ὁ χρηστὸσ ἐν τοσαύτῃ πενίᾳ καὶ σπάνει τῶν ἀναγκαίων ἀπέθανε καὶ Ἀριστείδησ πρὸ αὐτοῦ, Καλλίασ δὲ καὶ Ἀλκιβιάδησ, ἀκόλαστα μειράκια, ὑπερεπλούτουν καὶ Μειδίασ ὁ ὑβριστὴσ καὶ Χάροψ ὁ Αἰγινήτησ, κίναιδοσ ἄνθρωποσ, τὴν μητέρα λιμῷ ἀπεκτονώσ, καὶ πάλιν Σωκράτησ μὲν παρεδόθη τοῖσ ἕνδεκα, Μέλητοσ δὲ οὐ παρεδόθη, καὶ Σαρδανάπαλλοσ μὲν ἐβασίλευε θῆλυσ ὤν, Γώχησ δὲ ἀνὴρ ἐνάρετοσ ἀνεσκολοπίσθη πρὸσ αὐτοῦ, διότι μὴ ἠρέσκετο τοῖσ γιγνομένοισ· (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 16:6)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 16:6)

  • οὐκ ἠρέσκετο δὲ τοῖσ λεχθεῖσιν τὸ πλῆθοσ καὶ πάντωσ ἂν εἰσ στάσιν ἐχώρησαν, εἰ μὴ τὴν σύνοδον διέλυσεν ἐπελθοῦσα ἕκτη ὡρ́α, καθ’ ἣν τοῖσ σάββασιν ἀριστοποιεῖσθαι νόμιμόν ἐστιν ἡμῖν, καὶ οἱ περὶ τὸν Ιὠνάθην εἰσ τὴν ἐπιοῦσαν ὑπερθέμενοι τὴν βουλὴν ἀπῄεσαν ἄπρακτοι. (Flavius Josephus, 333:2)

    (플라비우스 요세푸스, 333:2)

  • Ἀσκληπιάδησ δὴ τό τε τῆσ εἰρημένησ αἰτίασ ἀπίθανον ὑπιδόμενοσ καὶ μηδεμίαν ἄλλην ἐφ’ οἷσ ὑπέθετο στοιχείοισ ἐξευρίσκων πιθανὴν ἐπὶ τὸ μηδ’ ὅλωσ ἕλκεσθαι λέγειν ὑπὸ μηδενὸσ μηδὲν ἀναισχυντήσασ ἐτράπετο, δέον, εἰ μήθ’ οἷσ Ἐπίκουροσ εἶπεν ἠρέσκετο μήτ’ ἄλλα βελτίω λέγειν εἶχεν, ἀποστῆναι τῶν ὑποθέσεων καὶ τήν τε φύσιν εἰπεῖν τεχνικὴν καὶ τὴν οὐσίαν τῶν ὄντων ἑνουμένην τε πρὸσ ἑαυτὴν ἀεὶ καὶ ἀλλοιουμένην ὑπὸ τῶν ἑαυτῆσ μορίων εἰσ ἄλληλα δρώντων τε καὶ πασχόντων. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1411)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 1411)

  • Ἄππιοσ μὲν οὖν Κλαύδιοσ, ὑπὲρ οὗ καὶ πρότερον ἔφην, ὅτι μισοδημότατοσ ἦν τῶν πατρικίων καὶ οὐδέποτε ταῖσ πρὸσ τὸ δημοτικὸν ἠρέσκετο διαλλαγαῖσ, οὐκ εἰά γενέσθαι τὸ προβούλευμα τοιούτοισ λόγοισ χρώμενοσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 47 3:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 47 3:2)

  • ἀμφὶ δὲ αὐτῷ Καίσαρι στρατιωτικὸν μὲν οὐκ ἦν, οὐ γὰρ δορυφόροισ ἠρέσκετο, ἡ δὲ τῆσ ἡγεμονίασ ὑπηρεσία μόνη καὶ αἱ πλέονεσ ἀρχαὶ καὶ πολὺσ ὅμιλοσ ἄλλοσ ἀστῶν καὶ ξένων καὶ πολὺσ θεράπων καὶ ἐξελεύθεροσ αὐτὸν ἐπὶ τὸ βουλευτήριον ἐκ τῆσ οἰκίασ παρεπεπόμφεισαν, ὧν ἀθρόωσ διαφυγόντων τρεῖσ θεράποντεσ μόνοι παρέμειναν, οἳ τὸ σῶμα ἐσ τὸ φορεῖον ἐνθέμενοι διεκόμισαν οἴκαδε ἀνωμάλωσ, οἱᾶ τρεῖσ, τὸν πρὸ ὀλίγου γῆσ καὶ θαλάττησ προστάτην. (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 17 1:7)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 2, chapter 17 1:7)

유의어

  1. 진정시키다

  2. 만족시키다

  3. to be pleased

  4. 되찾다

  5. 기쁘다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION