헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἱλάσκομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἱλάσκομαι ἱλάσομαι ἱλασάμην

형태분석: ἱλάσκ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: i(/laos

  1. 진정시키다, 누그러뜨리다, 달래다, 속죄하다
  2. 상냥하다, 예의바르다, 친절하다
  1. I appease, conciliate; I expiate
  2. (passive) I am merciful, gracious

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἱλάσκομαι

(나는) 진정시킨다

ἱλάσκει, ἱλάσκῃ

(너는) 진정시킨다

ἱλάσκεται

(그는) 진정시킨다

쌍수 ἱλάσκεσθον

(너희 둘은) 진정시킨다

ἱλάσκεσθον

(그 둘은) 진정시킨다

복수 ἱλασκόμεθα

(우리는) 진정시킨다

ἱλάσκεσθε

(너희는) 진정시킨다

ἱλάσκονται

(그들은) 진정시킨다

접속법단수 ἱλάσκωμαι

(나는) 진정시키자

ἱλάσκῃ

(너는) 진정시키자

ἱλάσκηται

(그는) 진정시키자

쌍수 ἱλάσκησθον

(너희 둘은) 진정시키자

ἱλάσκησθον

(그 둘은) 진정시키자

복수 ἱλασκώμεθα

(우리는) 진정시키자

ἱλάσκησθε

(너희는) 진정시키자

ἱλάσκωνται

(그들은) 진정시키자

기원법단수 ἱλασκοίμην

(나는) 진정시키기를 (바라다)

ἱλάσκοιο

(너는) 진정시키기를 (바라다)

ἱλάσκοιτο

(그는) 진정시키기를 (바라다)

쌍수 ἱλάσκοισθον

(너희 둘은) 진정시키기를 (바라다)

ἱλασκοίσθην

(그 둘은) 진정시키기를 (바라다)

복수 ἱλασκοίμεθα

(우리는) 진정시키기를 (바라다)

ἱλάσκοισθε

(너희는) 진정시키기를 (바라다)

ἱλάσκοιντο

(그들은) 진정시키기를 (바라다)

명령법단수 ἱλάσκου

(너는) 진정시켜라

ἱλασκέσθω

(그는) 진정시켜라

쌍수 ἱλάσκεσθον

(너희 둘은) 진정시켜라

ἱλασκέσθων

(그 둘은) 진정시켜라

복수 ἱλάσκεσθε

(너희는) 진정시켜라

ἱλασκέσθων, ἱλασκέσθωσαν

(그들은) 진정시켜라

부정사 ἱλάσκεσθαι

진정시키는 것

분사 남성여성중성
ἱλασκομενος

ἱλασκομενου

ἱλασκομενη

ἱλασκομενης

ἱλασκομενον

ἱλασκομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἱλάσομαι

(나는) 진정시키겠다

ἱλάσει, ἱλάσῃ

(너는) 진정시키겠다

ἱλάσεται

(그는) 진정시키겠다

쌍수 ἱλάσεσθον

(너희 둘은) 진정시키겠다

ἱλάσεσθον

(그 둘은) 진정시키겠다

복수 ἱλασόμεθα

(우리는) 진정시키겠다

ἱλάσεσθε

(너희는) 진정시키겠다

ἱλάσονται

(그들은) 진정시키겠다

기원법단수 ἱλασοίμην

(나는) 진정시키겠기를 (바라다)

ἱλάσοιο

(너는) 진정시키겠기를 (바라다)

ἱλάσοιτο

(그는) 진정시키겠기를 (바라다)

쌍수 ἱλάσοισθον

(너희 둘은) 진정시키겠기를 (바라다)

ἱλασοίσθην

(그 둘은) 진정시키겠기를 (바라다)

복수 ἱλασοίμεθα

(우리는) 진정시키겠기를 (바라다)

ἱλάσοισθε

(너희는) 진정시키겠기를 (바라다)

ἱλάσοιντο

(그들은) 진정시키겠기를 (바라다)

부정사 ἱλάσεσθαι

진정시킬 것

분사 남성여성중성
ἱλασομενος

ἱλασομενου

ἱλασομενη

ἱλασομενης

ἱλασομενον

ἱλασομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ῑ̔λασκόμην

(나는) 진정시키고 있었다

ῑ̔λάσκου

(너는) 진정시키고 있었다

ῑ̔λάσκετο

(그는) 진정시키고 있었다

쌍수 ῑ̔λάσκεσθον

(너희 둘은) 진정시키고 있었다

ῑ̔λασκέσθην

(그 둘은) 진정시키고 있었다

복수 ῑ̔λασκόμεθα

(우리는) 진정시키고 있었다

ῑ̔λάσκεσθε

(너희는) 진정시키고 있었다

ῑ̔λάσκοντο

(그들은) 진정시키고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ῑ̔λασάμην

(나는) 진정시켰다

ῑ̔λάσω

(너는) 진정시켰다

ῑ̔λάσατο

(그는) 진정시켰다

쌍수 ῑ̔λάσασθον

(너희 둘은) 진정시켰다

ῑ̔λασάσθην

(그 둘은) 진정시켰다

복수 ῑ̔λασάμεθα

(우리는) 진정시켰다

ῑ̔λάσασθε

(너희는) 진정시켰다

ῑ̔λάσαντο

(그들은) 진정시켰다

접속법단수 ἱλάσωμαι

(나는) 진정시켰자

ἱλάσῃ

(너는) 진정시켰자

ἱλάσηται

(그는) 진정시켰자

쌍수 ἱλάσησθον

(너희 둘은) 진정시켰자

ἱλάσησθον

(그 둘은) 진정시켰자

복수 ἱλασώμεθα

(우리는) 진정시켰자

ἱλάσησθε

(너희는) 진정시켰자

ἱλάσωνται

(그들은) 진정시켰자

기원법단수 ἱλασαίμην

(나는) 진정시켰기를 (바라다)

ἱλάσαιο

(너는) 진정시켰기를 (바라다)

ἱλάσαιτο

(그는) 진정시켰기를 (바라다)

쌍수 ἱλάσαισθον

(너희 둘은) 진정시켰기를 (바라다)

ἱλασαίσθην

(그 둘은) 진정시켰기를 (바라다)

복수 ἱλασαίμεθα

(우리는) 진정시켰기를 (바라다)

ἱλάσαισθε

(너희는) 진정시켰기를 (바라다)

ἱλάσαιντο

(그들은) 진정시켰기를 (바라다)

명령법단수 ί̔λασαι

(너는) 진정시켰어라

ἱλασάσθω

(그는) 진정시켰어라

쌍수 ἱλάσασθον

(너희 둘은) 진정시켰어라

ἱλασάσθων

(그 둘은) 진정시켰어라

복수 ἱλάσασθε

(너희는) 진정시켰어라

ἱλασάσθων

(그들은) 진정시켰어라

부정사 ἱλάσεσθαι

진정시켰는 것

분사 남성여성중성
ἱλασαμενος

ἱλασαμενου

ἱλασαμενη

ἱλασαμενης

ἱλασαμενον

ἱλασαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αὐτὸσ δέ ἐστιν οἰκτίρμων καὶ ἱλάσκεται ταῖσ ἁμαρτίαισ αὐτῶν καὶ οὐ διαφθερεῖ καὶ πληθυνεῖ τοῦ ἀποστρέψαι τὸν θυμὸν αὐτοῦ καὶ οὐχὶ ἐκκαύσει πᾶσαν τὴν ὀργὴν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Psalmorum 77:38)

    (70인역 성경, 시편 77:38)

  • οὐ γὰρ πάντεσ Αἰγύπτιοι ἐκ τῶν δυώδεκα μοιρέων πασέων ἐμαντεύοντο, ἄλλοι δὲ ἀλλοίῃσι μοίρῃσιν ἐχρέοντο, καὶ κριὸν μὲν σέβουσιν ὁκόσοι ἐσ κριὸν ἀπέβλεπον, ἰχθύασ δὲ οὐ σιτέονται ὁκόσοι ἰχθύασ ἐπεσημήναντο, οὐδὲ τράγον κτείνουσιν ὅσοι αἰγόκερων ᾔδεσαν, καὶ οἱ ἄλλοι τὰ ἄλλα ὡσ ἕκαστοι ἱλάσκονται. (Lucian, De astrologia, (no name) 7:2)

    (루키아노스, De astrologia, (no name) 7:2)

  • καὶ τάδε ποιέοντεσ ἑωυτοὺσ μὲν ἐπαινέουσιν, Ἑλλήνων δὲ κατηγορέουσιν καὶ ἄλλων ὁκόσοι Ἀπόλλωνα παῖδα θέμενοι ἱλάσκονται. (Lucian, De Syria dea, (no name) 35:3)

    (루키아노스, De Syria dea, (no name) 35:3)

  • ἀνθρώποισιν ὁκόσοι Συρίην οἰκέουσιν νόμον ἐποιέετο ἑαυτὴν μὲν ὅκωσ θεὸν ἱλάσκεσθαι, θεῶν δὲ τῶν ἄλλων καὶ αὐτῆσ Ἥρησ ἀλογέειν. (Lucian, De Syria dea, (no name) 39:6)

    (루키아노스, De Syria dea, (no name) 39:6)

  • τούνεκα δὴ ἔτι τοιήδε ἀνέστηκεν, τοῖσιν ἀπικνεομένοισι τὴν Ἥρην ἱλάσκεσθαι δεικνύουσα, καὶ θεὸν οὐκέτι ἑωυτὴν ἀλλ’ ἐκείνην ὁμολογέουσα. (Lucian, De Syria dea, (no name) 39:9)

    (루키아노스, De Syria dea, (no name) 39:9)

  • καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροισ ἀνδράσιν πέμπων, γλυκὺν καρπὸν φρενόσ, ἱλάσκομαι, Οὐλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν· (Pindar, Odes, olympian odes, olympian 7 3:1)

    (핀다르, Odes, olympian odes, olympian 7 3:1)

유의어

  1. 진정시키다

  2. 상냥하다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION