ἀποτίθημι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀποτίθημι
Structure:
ἀπο
(Prefix)
+
τίθε̄
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- to put away, stow away
- to put away from oneself, lay aside, to put aside, disregard
- to avoid, escape
- to put by for oneself, stow away
- to put off, defer
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἂν πείθωνται μετὰ λόγου, πράωσ ἀποτίθενται καὶ μετριάζουσιν. (Plutarch, Conjugalia Praecepta, chapter, section 12 3:1)
- "ἐκείνων μὲν οὖν ἕκαστοσ ἀπώλετο ὥσπερ εἰκὸσ τοὺσ τοιούτουσ, τοῦτον δὲ τὸν ὑπὸ πλείστων γιγνωσκόμενον οἱ θεοὶ οὕτωσ διέθεσαν ὥστε τοὺσ ἐχθροὺσ βούλεσθαι αὐτὸν ζῆν μᾶλλον ἢ τεθνάναι παράδειγμα τοῖσ ἄλλοισ, ἵν’ εἰδῶσιν ὅτι τοῖσ λίαν ὑβριστικῶσ πρὸσ τὰ θεῖα διακειμένοισ οὐκ ἀεὶ εἰσ τοὺσ παῖδασ ἀποτίθενται τὰσ τιμωρίασ, ἀλλ’ αὐτοὺσ κακῶσ ἀπολλύουσι, μείζουσ καὶ χαλεπωτέρασ καὶ τὰσ συμφορὰσ καὶ τὰσ νόσουσ ἢ τοῖσ ἄλλοισ ἀνθρώποισ προσβάλλοντεσ, τὸ μὲν γὰρ ἀποθανεῖν ἢ καμεῖν νομίμωσ κοινὸν ἡμῖν ἅπασίν ἐστι, τὸ δ’ οὕτωσ ἔχοντα τοσοῦτον χρόνον διατελεῖν καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἀποθνῄσκοντα μὴ δύνασθαι τελευτῆσαι τὸν βίον τούτοισ μόνοισ προσήκει τοῖσ τὰ τοιαῦτα ἅπερ οὗτοσ ἐξημαρτηκόσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 76 1:7)
- "τροφὴν γὰρ οὐκ ἀποτίθενται, πρόσφατον ἀεὶ καὶ νέαν ἀπὸ γῆσ ἔχοντεσ· (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 10 11:4)
- "τροφὴν γὰρ οὐκ ἀποτίθενται, πρόσφατον ἀεὶ καὶ νέαν ἀπὸ γῆσ ἔχοντεσ· (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 10 4:4)
- οὕτω δὲ καὶ τῶν φιλοσοφεῖν βουλομένων νέων οἱ μάλιστα κενοὶ καὶ βάροσ οὐκ ἔχοντεσ θράσοσ ἔχουσι καὶ σχῆμα καὶ βάδισμα καὶ πρόσωπον ὑπεροψίασ καὶ ὀλιγωρίασ μεστὸν ἀφειδούσησ ἁπάντων, ἀρχόμενοι δὲ πληροῦσθαι καὶ συλλέγειν καρπὸν ἀπὸ τῶν λόγων τὸ σοβαρὸν καὶ φλοιῶδεσ ἀποτίθενται. (Plutarch, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 10 9:1)
Synonyms
-
to put away from oneself
- κατατίθημι (to lay down from oneself, put off, lay aside)
-
to avoid
-
to put by for oneself
Derived
- ἀμφιτίθημι (to put round, to put round oneself, to be put on)
- ἀνατίθημι (to lay upon, to refer, attribute)
- ἀντιτίθημι (to set against, oppose, to contrast)
- διατίθημι ( place separately, arrange each in their own places, distribute)
- εἰστίθημι (to put into, place in, to put on board)
- ἐκτίθημι (to set out, place outside, to expose)
- ἐντίθημι (I put in, implant, insert)
- ἐπανατίθημι (to lay upon)
- ἐπιτίθημι (, to lay, put or place upon)
- κατατίθημι (to place, put, lay down)
- μετατίθημι (to place among, he would, have caused)
- μετεντίθημι (to put into another place, to shift)
- παρατίθημι (to place beside, to set before, serve up)
- περιτίθημι (to place round, to put round oneself, put on)
- προσεπιτίθημι (to add further)
- προσπαρατίθημι (to put before one besides)
- προστίθημι (to put to, to put to, to hand over or deliver to)
- προτίθημι (to place or set before, set out, to have set before one)
- συνανατίθημι (to dedicate along with)
- συνεπιτίθημι (to help in putting on, to join in attacking, together)
- συντίθημι (to put together, to close, to add together)
- τίθημι (I put, place, set)
- ὑπερτίθημι (to set higher, erect, to set on the other side)
- ὑποτίθημι (to place under, to place under one's feet, to place under as a foundation or beginning)