ἀποσύρω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀποσύρω
Structure:
ἀπο
(Prefix)
+
σύρ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to tear away
- to lay bare
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- βίων δὲ προαρπάσαντόσ τινοσ τὰ ἐπάνω τοῦ ἰχθύοσ στρέψασ καὶ αὐτὸσ τὸν ἰχθὺν ἀπέσυρε καὶ δαψιλῶσ φαγὼν ἐπεῖπεν· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 322)
- ἀλλ’ ὅτε δή μιν ἀμηχανέοντ’ ἐνόησε, μέσσησ ῥινὸσ ὕπερθε κατ’ ὀφρύοσ ἤλασε πυγμῇ, πᾶν δ’ ἀπέσυρε μέτωπον ἐσ ὀστέον. (Theocritus, Idylls, 67)
- προσαγαγὼν δὲ τὰσ μηχανὰσ τῇ πόλει καὶ πυκνοῖσ χρώμενοσ τοῖσ βέλεσι τῇ μὲν τὰσ ἐπάλξεισ ἀπέσυρε τοῖσ πετροβόλοισ, τῇ δὲ τὰ τείχη διέσεισε τοῖσ κριοῖσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 48 4:1)
- πλησιαζόντων δὲ τῶν ἐρευνωμένων ̔τοῦτον γὰρ δὴ φιλοτιμότατα πάντων Ἀντώνιόσ τε ἐζήτει καὶ Ἀντωνίῳ πάντεσ̓ ἐσ τὸ δωμάτιον αὐτοῦ κόρακεσ ἐσπτάντεσ ἔκλαζον, ἐπεγείροντεσ ἀπὸ τοῦ ὕπνου, καὶ τὸ ἱμάτιον ἀπέσυρον ἀπὸ τοῦ σώματοσ, ἑώσ οἱ θεράποντεσ, σημηνάμενοι τὸ γιγνόμενον εἶναι σύμβολον ἔκ του θεῶν, ἐσ φορεῖον ἐσθέμενοι τὸν Κικέρωνα αὖθισ ἐπὶ τὴν θάλασσαν ἦγον διὰ λόχμησ βαθείασ λανθάνοντεσ. (Appian, The Civil Wars, book 4, chapter 4 3:3)
- ὅτε δὲ καὶ δοκοὺσ ἤ τι τοιοῦτον ἐγχειρήσαιεν ἐπιρρίπτειν ἀπὸ τῶν ἐπάλξεων, ὁμοῦ πάντεσ ἀπεσύροντο καὶ κατεφέροντο πρὸσ τὴν γῆν. (Polybius, Histories, book 10, chapter 13 9:1)
Synonyms
-
to tear away
-
to lay bare
Derived
- διασύρω (to tear in pieces, to pull to pieces, to disparage)
- ἐπισύρω (to drag or trail after, to crawl along, to do)
- κατασύρω (to pull down, lay waste, ravage)
- παρασύρω (to sweep away, carry away, to drag)
- περισύρω (to drag about, to tear away from)
- σύρω (to draw, drag, trail along)
- ὑποσύρω (to drag down)