- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀντερείδω?

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration: antereidō

Principal Part: ἀντερείδω

Structure: ἀντ (Prefix) + ἐρείδ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to set firmly against, to set, against, to plant, firm
  2. to stand firm, resist pressure

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντερείδω ἀντερείδεις ἀντερείδει
Dual ἀντερείδετον ἀντερείδετον
Plural ἀντερείδομεν ἀντερείδετε ἀντερείδουσι(ν)
SubjunctiveSingular ἀντερείδω ἀντερείδῃς ἀντερείδῃ
Dual ἀντερείδητον ἀντερείδητον
Plural ἀντερείδωμεν ἀντερείδητε ἀντερείδωσι(ν)
OptativeSingular ἀντερείδοιμι ἀντερείδοις ἀντερείδοι
Dual ἀντερείδοιτον ἀντερειδοίτην
Plural ἀντερείδοιμεν ἀντερείδοιτε ἀντερείδοιεν
ImperativeSingular ἀντέρειδε ἀντερειδέτω
Dual ἀντερείδετον ἀντερειδέτων
Plural ἀντερείδετε ἀντερειδόντων, ἀντερειδέτωσαν
Infinitive ἀντερείδειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντερειδων ἀντερειδοντος ἀντερειδουσα ἀντερειδουσης ἀντερειδον ἀντερειδοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντερείδομαι ἀντερείδει, ἀντερείδῃ ἀντερείδεται
Dual ἀντερείδεσθον ἀντερείδεσθον
Plural ἀντερειδόμεθα ἀντερείδεσθε ἀντερείδονται
SubjunctiveSingular ἀντερείδωμαι ἀντερείδῃ ἀντερείδηται
Dual ἀντερείδησθον ἀντερείδησθον
Plural ἀντερειδώμεθα ἀντερείδησθε ἀντερείδωνται
OptativeSingular ἀντερειδοίμην ἀντερείδοιο ἀντερείδοιτο
Dual ἀντερείδοισθον ἀντερειδοίσθην
Plural ἀντερειδοίμεθα ἀντερείδοισθε ἀντερείδοιντο
ImperativeSingular ἀντερείδου ἀντερειδέσθω
Dual ἀντερείδεσθον ἀντερειδέσθων
Plural ἀντερείδεσθε ἀντερειδέσθων, ἀντερειδέσθωσαν
Infinitive ἀντερείδεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντερειδομενος ἀντερειδομενου ἀντερειδομενη ἀντερειδομενης ἀντερειδομενον ἀντερειδομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to set firmly against

  2. to stand firm

Related

명사

형용사

동사

부사

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION