Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνήκεστος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀνήκεστος ἀνήκεστη ἀνήκεστον

Structure: ἀ (Prefix) + νηκεστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)ke/omai

Sense

  1. not to be healed, incurable, irreparable, fatal, irreparable injuries
  2. implacable
  3. damaging beyond remedy, deadly, with barbarous cruelty

Examples

  • καὶ κωλύουσι μέν, εἰ δύνανται, τὴν δόξαν αὐτῶν καὶ λαμπρότητα, συμφορὰσ δ’ ἀνηκέστουσ οὐκ ἂν προσβάλοιεν· (Plutarch, De invidia et odio, section 8 3:1)
  • τῷ γὰρ ὄντι μεγάλαι μὲν ἁμαρτίαι καὶ ἀναπεπταμέναι γυναῖκασ ἀνδρῶν ἄλλασ ἀπήλλαξαν, τὰ δ’ ἔκ τινοσ ἀηδίασ καὶ δυσαρμοστίασ ἠθῶν μικρὰ καὶ πυκνὰ προσκρούσματα, λανθάνοντα τοὺσ ἄλλουσ, ἀπεργάζεται τὰσ ἀνηκέστουσ ἐν ταῖσ συμβιώσεσιν ἀλλοτριότητασ. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 5 2:6)
  • "αἱ μεταβολαὶ δέ μοι αὐτῆσ εἰσ πάθη δεινὰ καὶ συμφορὰσ ἀνηκέστουσ ἔργῳ τελευτῶσι. (Plutarch, , chapter 28 3:3)
  • ὁ δὲ ἐπέκεινα χρόνοσ αὐτῷ τὰσ μὲν εὐτυχίασ ἤνεγκεν ἐπιφθόνουσ, ἀνηκέστουσ δὲ τὰσ δυστυχίασ. (Plutarch, Pompey, chapter 46 1:3)
  • οὓσ δ’ ἂν αἰσθάνωμαι, ἔφη, ὅμωσ καὶ εὖ πάσχοντασ ἔτι ἀδικεῖν πειρωμένουσ, τούτουσ ὡσ ἀνηκέστουσ πλεονέκτασ ὄντασ ἤδη καὶ τῆσ χρήσεωσ ἀποπαύω. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 14 9:1)

Synonyms

  1. implacable

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION