Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνήκεστος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀνήκεστος ἀνήκεστη ἀνήκεστον

Structure: ἀ (Prefix) + νηκεστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)ke/omai

Sense

  1. not to be healed, incurable, irreparable, fatal, irreparable injuries
  2. implacable
  3. damaging beyond remedy, deadly, with barbarous cruelty

Examples

  • ὁ δὲ πανεπόπτησ Κύριοσ ὁ Θεὸσ τοῦ Ἰσραὴλ ἐπάταξεν αὐτὸν ἀνιάτῳ καὶ ἀοράτῳ πληγῇ. ἄρτι δὲ αὐτοῦ καταλήξαντοσ τὸν λόγον, ἔλαβεν αὐτὸν ἀνήκεστοσ τῶν σπλάγχνων ἀλγηδὼν καὶ πικραὶ τῶν ἔνδον βάσανοι, (Septuagint, Liber Maccabees II 9:5)
  • καὶ δεῖ τῶν ψυχικῶν πρῶτον καὶ μέγιστον ἀριθμεῖν τὴν ἄγνοιαν, δι’ ἧσ ἀνήκεστοσ ἡ κακία τοῖσ πολλοῖσ συνοικεῖ καὶ συγκαταβιοῖ καὶ συναποθνῄσκει. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 2:3)
  • καὶ δεῖ τῶν ψυχικῶν πρῶτον καὶ μέγιστον ἀριθμεῖν τὴν ἄνοιαν, δι’ ἧσ ἀνήκεστοσ ἡ κακία τοῖσ πολλοῖσ συνοικεῖ καὶ συγκαταβιοῖ καὶ συναποθνῄσκει. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 8:2)
  • "οὕτω σοι δοκῶ παντάπασιν ἀτυχήσ τισ εἶναι καὶ ἀνήκεστοσ, ὥστε μὴ νουθεσίασ τυχεῖν ; (Plutarch, De cohibenda ira, section 14 6:3)
  • "οὕτω σοι δοκῶ ι παντάπασιν ἀτυχήσ τισ εἶναι καὶ ἀνήκεστοσ, ὥστε μὴ νουθεσίασ τυχεῖν; (Plutarch, De cohibenda ira, section 14 2:6)

Synonyms

  1. implacable

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION