헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνεψιός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνεψιός ἀνεψιοῦ

형태분석: ἀνεψι (어간) + ος (어미)

어원: From a euphon. or 계사 a , and NEP, whence also Lat. nepos, neptis.

  1. 사촌, 여사촌, 삼촌의 딸
  1. a first-cousin, cousin

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀνεψιός

사촌이

ἀνεψιώ

사촌들이

ἀνεψιοί

사촌들이

속격 ἀνεψιοῦ

사촌의

ἀνεψιοῖν

사촌들의

ἀνεψιῶν

사촌들의

여격 ἀνεψιῷ

사촌에게

ἀνεψιοῖν

사촌들에게

ἀνεψιοῖς

사촌들에게

대격 ἀνεψιόν

사촌을

ἀνεψιώ

사촌들을

ἀνεψιούς

사촌들을

호격 ἀνεψιέ

사촌아

ἀνεψιώ

사촌들아

ἀνεψιοί

사촌들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὸ πρᾶγμα γελοιότατόν ἐστιν, ὁπόταν τισ ἄφνω ἀκούσῃ ὅτι ὁ Ἡρακλῆσ μὲν θεὸσ ἀπεδείχθη, ὁ δὲ Εὐρυσθεύσ, ὃσ ἐπέταττεν αὐτῷ, τέθνηκεν, καὶ πλησίον Ἡρακλέουσ νεὼσ οἰκέτου ὄντοσ καὶ Εὐρυσθέωσ τάφοσ τοῦ δεσπότου αὐτοῦ, καὶ πάλιν ἐν Θήβαισ Διόνυσοσ μὲν θεόσ, οἱ δ’ ἀνεψιοὶ αὐτοῦ ὁ Πενθεὺσ καὶ ὁ Ἀκταίων καὶ ὁ Λέαρχοσ ἀνθρώπων ἁπάντων κακοδαιμονέστατοι. (Lucian, Deorum concilium, (no name) 7:1)

    (루키아노스, Deorum concilium, (no name) 7:1)

  • ἐσώθη δέ γε ὁ πατήρ, ὁ κηδεστήσ, ἀνεψιοὶ τρεῖσ, τῶν ἄλλων συγγενῶν ἑπτά, μέλλοντεσ ἀποθανεῖσθαι ἀδίκωσ· (Andocides, Speeches, 113:2)

    (안도키데스, 연설, 113:2)

  • πάνυ γε, πρῶτον μέν γε τέτταρεσ ἀνεψιοί, εἶτ’ ἀνεψιαδοῦσ, εἶθ’ οἱ τὰσ ἀνεψιὰσ λαβόντεσ αὐτῷ, εἶτα φράτερεσ, εἶτ’ Ἀπόλλωνοσ πατρῴου καὶ Διὸσ ἑρκείου γεννῆται, εἶθ’ οἷσ ἠρία ταὐτά, εἶθ’ οἱ δημόται πολλάκισ αὐτὸν δεδοκιμάσθαι καὶ ἀρχὰσ ἄρξαι, καὶ αὐτοὶ διεψηφισμένοι φαίνονται. (Demosthenes, Speeches 51-61, 92:5)

    (데모스테네스, Speeches 51-61, 92:5)

  • ἀνεψιοὶ δὲ καὶ οἱ λοιποὶ συγγενεῖσ ἐκ τούτων συνῳκείωνται· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 8 128:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 8 128:1)

  • ἦ μὲν πολλὰ ἔται καὶ ἀνεψιοὶ ἀμφὶσ ἐόντεσ αὐτοῦ λισσόμενοι κατερήτυον ἐν μεγάροισι, πολλὰ δὲ ἴφια μῆλα καὶ εἰλίποδασ ἕλικασ βοῦσ ἔσφαζον, πολλοὶ δὲ σύεσ θαλέθοντεσ ἀλοιφῇ εὑόμενοι τανύοντο διὰ φλογὸσ Ἡφαίστοιο, πολλὸν δ’ ἐκ κεράμων μέθυ πίνετο τοῖο γέροντοσ. (Homer, Iliad, Book 9 26:5)

    (호메로스, 일리아스, Book 9 26:5)

유의어

  1. 사촌

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION