헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κασίγνητος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κασίγνητος

어원: ka/sis, gi/gnomai

  1. 형제, 브라더, 사촌
  1. a brother, a cousin
  2. brotherly, sisterly

예문

  • οὐδὲ πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιοσ οὐδέ τι παῖδεσ, οὐδὲ ξεῖνοσ ξεινοδόκῳ καὶ ἑταῖροσ ἑταίρῳ, οὐδὲ κασίγνητοσ φίλοσ ἔσσεται, ὡσ τὸ πάροσ περ. (Hesiod, Works and Days, Book WD 22:7)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 22:7)

  • αἰνῶ μὲν οὖν τοῦδ’ ἀνδρὸσ ἐσδοχὰσ δόμων, ἐβουλόμην δ’ ἄν, εἰ κασίγνητόσ με σὸσ ἐσ εὐτυχοῦντασ ἦγεν εὐτυχῶν δόμουσ. (Euripides, episode 6:4)

    (에우리피데스, episode 6:4)

  • ἀλλ’ ἦλθ’ ἴσωσ που σὸσ κασίγνητοσ λάθρᾳ, μολὼν δ’ ἐθαύμασ’ ἄθλιον τύμβον πατρόσ. (Euripides, episode 1:13)

    (에우리피데스, episode 1:13)

  • οὐκ ἔστιν, εἰ καὶ γῆν κασίγνητοσ μολών, κερκίδοσ ὅτῳ γνοίησ ἂν ἐξύφασμα σῆσ, ἐν ᾧ ποτ’ αὐτὸν ἐξέκλεψα μὴ θανεῖν; (Euripides, episode 2:8)

    (에우리피데스, episode 2:8)

  • τοῦ δὲ νεύοντοσ κάτω ὄνυχασ ἐπ’ ἄκρουσ στὰσ κασίγνητοσ σέθεν ἐσ σφονδύλουσ ἔπαισε, νωτιαῖα δὲ ἔρρηξεν ἄρθρα· (Euripides, episode 4:15)

    (에우리피데스, episode 4:15)

유의어

  1. 형제

  2. brotherly

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION