Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄμορφος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄμορφος ἄμορφος ἄμορφον

Structure: ἀ (Prefix) + μορφ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: morfh/

Sense

  1. misshapen, ugly
  2. formless, shapeless

Examples

  • "πάσχειν, ὥσπερ ἂν εἴ τινι ἀμόρφῳ προσωπεῖον εὔμορφον ἐπιθείη τισ φέρων, ὁ δὲ μέγα ἐπὶ τῷ κάλλει φρονοίη, καὶ ταῦτα περιαιρετῷ ὄντι καὶ ὑπὸ τοῦ τυχόντοσ συντριβῆναι δυναμένῳ, ὅτε καὶ γελοιότεροσ ἂν γένοιτο αὐτοπρόσωποσ φανείσ, οἱο͂σ ὢν ὑφ’ οἱῴ κέκρυπτο· (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 3:1)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION