Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄμορφος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄμορφος ἄμορφος ἄμορφον

Structure: ἀ (Prefix) + μορφ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: morfh/

Sense

  1. misshapen, ugly
  2. formless, shapeless

Examples

  • καὶ τὸν μέγαν θεὸν ὑμεῖσ πού φατε τὴν ἀκοσμίαν εὐταξίᾳ μεταβαλεῖν εἰσ κόσμον, οὔτ’ ἀφελόντα τῶν ὄντων οὐδὲν οὔτε προσθέντα, τῷ δ’ ἕκαστον ἐπὶ τὴν προσήκουσαν χώραν καταστῆσαι τὸ κάλλιστον ἐξ ἀμορφοτάτου σχῆμα περὶ τὴν φύσιν ἀπεργασάμενον. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 10:2)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION