Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄμορφος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄμορφος ἄμορφος ἄμορφον

Structure: ἀ (Prefix) + μορφ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: morfh/

Sense

  1. misshapen, ugly
  2. formless, shapeless

Examples

  • ἡγεῖται δὲ ἀνὴρ ὠχρὸσ καὶ ἄμορφοσ, ὀξὺ δεδορκὼσ καὶ ἐοικὼσ τοῖσ ἐκ νόσου μακρᾶσ κατεσκληκόσι. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 5:4)
  • οἶσθ’ ἡνίκ’ ἦλθεσ Ἰλίου κατάσκοποσ, δυσχλαινίᾳ τ’ ἄμορφοσ, ὀμμάτων τ’ ἄπο φόνου σταλαγμοὶ σὴν κατέσταζον γένυν; (Euripides, Hecuba, episode17)
  • ἀτὰρ τὸ μὲν σῶμ’ οὐκ ἄμορφοσ εἶ, ξένε, ὡσ ἐσ γυναῖκασ, ἐφ’ ὅπερ ἐσ Θήβασ πάρει· (Euripides, episode 2:1)
  • καὶ παρῆλθεν ἄμορφόσ τισ ἐξυρημένοσ τὴν κεφαλήν, ὀλίγασ ἐπὶ τῇ κορυφῇ τρίχασ ὀρθὰσ ἔχων οὗτοσ ὠρχήσατό τε κατακλῶν ἑαυτὸν καὶ διαστρέφων, ὡσ γελοιότεροσ φανείη, καὶ ἀνάπαιστα συγκροτῶν διεξῆλθεν αἰγυπτιάζων τῇ φωνῇ, καί τέλοσ ἐπέσκωπτεν ἐσ τοὺσ παρόντασ. (Lucian, Symposium, (no name) 18:2)
  • ἔτι δὲ καὶ αὐτόσ, ὡσ μὴ παντάπασιν ἄμορφοσ εἰήν, προσωπεῖόν τι ἐρασμιώτατον περιθέμενοσ, διάχρυσον καὶ λιθοκόλλητον, καὶ ποικίλα ἐνδὺσ ἐντυγχάνω αὐτοῖσ· (Lucian, Timon, (no name) 27:4)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION