고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἀκατάλλακτος ἀκατάλλακτη ἀκατάλλακτον
Structure: ἀκαταλλακτ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ἀκατάλλακτος | ἀκατάλλάκτη | ἀκατάλλακτον |
Genitive | ἀκαταλλάκτου | ἀκατάλλάκτης | ἀκαταλλάκτου | |
Dative | ἀκαταλλάκτῳ | ἀκατάλλάκτῃ | ἀκαταλλάκτῳ | |
Accusative | ἀκατάλλακτον | ἀκατάλλάκτην | ἀκατάλλακτον | |
Vocative | ἀκατάλλακτε | ἀκατάλλάκτη | ἀκατάλλακτον | |
Dual | N/A/V | ἀκαταλλάκτω | ἀκατάλλάκτᾱ | ἀκαταλλάκτω |
G/D | ἀκαταλλάκτοιν | ἀκατάλλάκταιν | ἀκαταλλάκτοιν | |
Plural | Nominative | ἀκατάλλακτοι | ἀκατά́λλακται | ἀκατάλλακτα |
Genitive | ἀκαταλλάκτων | ἀκατάλλακτῶν | ἀκαταλλάκτων | |
Dative | ἀκαταλλάκτοις | ἀκατάλλάκταις | ἀκαταλλάκτοις | |
Accusative | ἀκαταλλάκτους | ἀκατάλλάκτᾱς | ἀκατάλλακτα | |
Vocative | ἀκατάλλακτοι | ἀκατά́λλακται | ἀκατάλλακτα |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ἀκατάλλακτος ἀκαταλλάκτου | ἀκαταλλακτότερος ἀκαταλλακτοτέρου | ἀκαταλλακτότατος ἀκαταλλακτοτάτου |
Adverb | ἀκαταλλάκτως | ἀκαταλλακτότερον | ἀκαταλλακτότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기