헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αἰτίᾱ

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: αἰτίᾱ αἰτίας

형태분석: αἰτι (어간) + ᾱ (어미)

어원: ai)te/w

  1. 탓, 혐의, 공격, 비난, 범죄, 결점, 죄
  2. 신용
  1. charge, accusation, imputation, blame, guilt, fault
  2. (in a good sense) credit
  3. expostulation, admonition

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 αἰτίᾱ

탓이

αἰτίᾱ

탓들이

αἰτίαι

탓들이

속격 αἰτίᾱς

탓의

αἰτίαιν

탓들의

αἰτιῶν

탓들의

여격 αἰτίᾱͅ

탓에게

αἰτίαιν

탓들에게

αἰτίαις

탓들에게

대격 αἰτίᾱν

탓을

αἰτίᾱ

탓들을

αἰτίᾱς

탓들을

호격 αἰτίᾱ

탓아

αἰτίᾱ

탓들아

αἰτίαι

탓들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῦτον δὲ τὸν Πλούτωνα τὴν παρ’ αὑτῷ πολιτείαν καὶ τὸν κάτω βίον καταστήσασθαι τοιοῦτον κεκληρῶσθαι μὲν γὰρ αὐτὸν ἄρχειν τῶν ἀποθανόντων, καταδεξάμενον δὲ αὐτοὺσ καὶ παραλαβόντα κατέχειν δεσμοῖσ ἀφύκτοισ, οὐδενὶ τὸ παράπαν τῆσ ἄνω ὁδοῦ ὑφιέμενον πλὴν ἐξ ἅπαντοσ τοῦ αἰῶνοσ πάνυ ὀλίγων ἐπὶ μεγίσταισ αἰτίαισ. (Lucian, (no name) 2:2)

    (루키아노스, (no name) 2:2)

  • οὐ γὰρ ἅπασιν, ὦ πάτερ, ὁ νομοθέτησ οὐδὲ πάντασ υἱέασ οὐδὲ ὁσάκισ ἂν ἐθέλωσιν ἀποκηρύττειν συγκεχώρηκεν οὐδ’ ἐπὶ πάσαισ αἰτίαισ, ἀλλ’ ὥσπερ τοῖσ πατράσιν τὰ τηλικαῦτα ὀργίζεσθαι ἐφῆκεν, οὕτω καὶ τῶν παίδων προὐνόησεν, ὡσ μὴ ἀδίκωσ αὐτὸ πάσχωσιν καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐλευθέραν ἐφῆκε γίγνεσθαι οὐδὲ ἄκριτον τὴν τιμωρίαν, ἀλλ’ ἐσ δικαστήριον ἐκάλεσε καὶ δοκιμαστὰσ ἐκάθισε τοὺσ μήτε πρὸσ ὀργὴν μήτε διαβολὴν ^ τὸ δίκαιον κρινοῦντασ. (Lucian, Abdicatus, (no name) 8:2)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 8:2)

  • ἵνα γάρ σοι τοῦτο πρὸσ ὀλίγον δῶμεν, τὸ ἐξεῖναι ὁσάκισ ἂν θέλῃσ ἀποκηρύττειν, καὶ κατά γε τοῦ εὐεργέτου προσέτι τὴν ἐξουσίαν ταύτην συγχωρήσωμεν, οὐχ ἁπλῶσ, οἶμαι, οὐδὲ ἐπὶ πάσαισ αἰτίαισ ἀποκηρύξεισ. (Lucian, Abdicatus, (no name) 20:3)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 20:3)

  • ἐνομίσθη δὲ τοῦτο ἄλλοισ ἐπ’ ἄλλαισ αἰτίαισ· (Lucian, Pseudologista, (no name) 10:1)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 10:1)

  • οὐκ εἰσ μὲν τὴν Ἀριστάρχου οἰκίαν εἰσελθών, βουλεύσασ μετ’ ἐκείνου τὸν Νικοδήμῳ θάνατον κατασκευασθέντα, ὃν ἴστε πάντεσ, ἐξέβαλε τὸν Ἀρίσταρχον ἐπὶ ταῖσ αἰσχίσταισ αἰτίαισ; (Dinarchus, Speeches, 36:3)

    (디나르코스, 연설, 36:3)

유의어

  1. 신용

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION