헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αἰτίᾱ

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: αἰτίᾱ αἰτίας

형태분석: αἰτι (어간) + ᾱ (어미)

어원: ai)te/w

  1. 탓, 혐의, 공격, 비난, 범죄, 결점, 죄
  2. 신용
  1. charge, accusation, imputation, blame, guilt, fault
  2. (in a good sense) credit
  3. expostulation, admonition

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 αἰτίᾱ

탓이

αἰτίᾱ

탓들이

αἰτίαι

탓들이

속격 αἰτίᾱς

탓의

αἰτίαιν

탓들의

αἰτιῶν

탓들의

여격 αἰτίᾱͅ

탓에게

αἰτίαιν

탓들에게

αἰτίαις

탓들에게

대격 αἰτίᾱν

탓을

αἰτίᾱ

탓들을

αἰτίᾱς

탓들을

호격 αἰτίᾱ

탓아

αἰτίᾱ

탓들아

αἰτίαι

탓들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τότε γὰρ οὐδὲ φωνὴν ἀκούειν ἔτι θέλουσι τῶν διαβαλλομένων ἢ τῶν ἀπολογουμένων, τὸ ἀξιόπιστον τῆσ κατηγορίασ ἐκ τῆσ πάλαι δοκούσησ φιλίασ προειληφότεσ, οὐδὲ τοῦτο λογιζόμενοι, ὅτι πολλαὶ πολλάκισ ἐν τοῖσ φιλτάτοισ μίσουσ παραπίπτουσιν αἰτίαι τοὺσ ἄλλουσ λανθάνουσαι· (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 24:5)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 24:5)

  • μετὰ Λυκίσκον ἔστιν ἄρχων Πυθόδοτοσ, ἐφ’ οὗ τὴν ὀγδόην τῶν Φιλιππικῶν δημηγοριῶν διέθετο πρὸσ τοὺσ Φιλίππου πρέσβεισ, ἧσ ἐστιν ἀρχή ὦ ἄνδρεσ Ἀθηναῖοι, οὐκ ἔστιν, ὅπωσ αἱ αἰτίαι, καὶ τὸν κατ’ Αἰσχίνου συνετάξατο λόγον, ὅτε τὰσ εὐθύνασ ἐδίδου τῆσ δευτέρασ πρεσβείασ τῆσ ἐπὶ τοὺσ ὁρ́κουσ. (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 10 2:8)

    (디오니시오스, Ad Ammaeum, chapter 10 2:8)

  • αἰτίαι τε τοῖσ μὲν ἀνδράσιν ἄλλαι, ταῖσ δὲ γυναιξὶν ἕτεραι, καὶ τῶν ἀνδρῶν αὐτῶν τοῖσ μὲν νέοισ ἄλλαι, τοῖσ δὲ γεγηρακόσιν διάφοροι, οἱο͂ν νέοισ μὲν πλῆθοσ ^ ὡσ τὸ πολύ, γέροντασ δὲ καὶ διαβολὴ ἄκαιροσ καὶ ὀργὴ ἄλογοσ πολλάκισ κατ’ οἰκείων ἐμπεσοῦσα τὸ μὲν πρῶτον διετάραξεν, εἶτα κατ’ ὀλίγον ἐσ μανίαν περιέτρεψεν. (Lucian, Abdicatus, (no name) 30:3)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 30:3)

  • τούτων ὡσ ἐδόκει τῷ δήμῳ καλῶσ καὶ συμφερόντωσ πεπραγμένων, αἰτίαι νῦν καὶ προκλήσεισ καὶ συκοφαντίαι παρὰ Δημοσθένουσ ἥκουσιν, ἐπειδὴ οὗτοσ ἀποπέφανται εἴκοσι τάλαντα ἔχων χρυσίου· (Dinarchus, Speeches, 7:1)

    (디나르코스, 연설, 7:1)

  • ἃ [χρ]ὴ τεκμήρια ὑμῖν ε[ἶν]αι εἰσ τοῦτον τὸν ἀγῶνα, ὡσ ψευδεῖσ κατ’ ἐμοῦ <αἱ> αἰτίαι εἰσίν. (Hyperides, Speeches, 25:2)

    (히페레이데스, Speeches, 25:2)

유의어

  1. 신용

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION