- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αἰτία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: aitiā 고전 발음: [띠아:] 신약 발음: [애띠아]

기본형: αἰτία αἰτίας

형태분석: αἰτι (어간) + α (어미)

어원: αἰτέω

  1. 탓, 혐의, 공격, 비난, 범죄, 결점, 죄
  2. 신용
  1. charge, accusation, imputation, blame, guilt, fault
  2. (in a good sense) credit
  3. expostulation, admonition

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 αἰτία

탓이

αἰτία

탓들이

αἰτίαι

탓들이

속격 αἰτίας

탓의

αἰτίαιν

탓들의

αἰτιῶν

탓들의

여격 αἰτίᾳ

탓에게

αἰτίαιν

탓들에게

αἰτίαις

탓들에게

대격 αἰτίαν

탓을

αἰτία

탓들을

αἰτίας

탓들을

호격 αἰτία

탓아

αἰτία

탓들아

αἰτίαι

탓들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπε Κάϊν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν. μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με. (Septuagint, Liber Genesis 4:13)

    (70인역 성경, 창세기 4:13)

  • ἐκραγείη δὲ ἐκ διαίτης αὐτοῦ ἴασις, σχοίη δὲ αὐτὸν ἀνάγκη αἰτίᾳ βασιλικῇ. (Septuagint, Liber Iob 18:14)

    (70인역 성경, 욥기 18:14)

  • ἄνδρα τὸν ἐν αἰτίᾳ φόνου ὁ ἐγγυώμενος, φυγὰς ἔσται καὶ οὐκ ἐν ἀσφαλείᾳ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 28:17)

    (70인역 성경, 잠언 28:17)

  • ἡ γὰρ τῶν ἀνωνύμων εἰδώλων θρησκεία παντὸς ἀρχὴ κακοῦ καὶ αἰτία καὶ πέρας ἐστίν. (Septuagint, Liber Sapientiae 14:27)

    (70인역 성경, 지혜서 14:27)

  • αἰτία δ οἶμαι καὶ ἀρχὴ τῆς τοσαύτης μεταβολῆς ἐγένετο ἡ πάντων κρατοῦσα Ῥώμη πρὸς ἑαυτὴν ἀναγκάζουσα τὰς ὅλας πόλεις ἀποβλέπειν καὶ ταύτης δὲ αὐτῆς οἱ δυναστεύοντες κατ ἀρετὴν καὶ ἀπὸ τοῦ κρατίστου τὰ κοινὰ διοικοῦντες, εὐπαίδευτοι πάνυ καὶ γενναῖοι τὰς κρίσεις γενόμενοι, ὑφ ὧν κοσμούμενον τό τε φρόνιμον τῆς πόλεως μέρος ἔτι μᾶλλον ἐπιδέδωκεν καὶ τὸ ἀνόητον ἠνάγκασται νοῦν ἔχειν. (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 31)

    (디오니시오스, De antiquis oratoribus, chapter 31)

유의어

  1. 신용

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION