αἰτέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
αἰτέω
αἰτήσω
ᾔτησα
ᾔτηκα
ᾔτημαι
Structure:
αἰτέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to ask, beg
- (mostly with accusative) to ask for, crave, demand
- (with personal accusative and infinitive) to ask one to do
- (logic) to postulate, assume
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Ποστούμιον γοῦν Ἀλβῖνον ἱστορίαν Ἑλληνιστὶ γράψαντα καὶ συγγνώμην αἰτούμενον ἐπέσκωψεν εἰπὼν, δοτέον εἶναι τὴν συγγνώμην, εἰ τῶν Ἀμφικτυόνων ψηφισαμένων ἀναγκασθεὶσ ὑπέμεινε τὸ ἔργον, θαυμάσαι δέ φησι τοὺσ Ἀθηναίουσ τὸ τάχοσ αὐτοῦ καὶ τὴν ὀξύτητα τῆσ φράσεωσ· (Plutarch, Marcus Cato, chapter 12 5:1)
- καὶ ὁ Γύλιπποσ ἐπιὼν ἐπὶ τὰσ πόλεισ αὐτὸσ ἐξώρμα καὶ συνίστη πάντασ ἐρρωμένωσ ὑπακούοντασ αὐτῷ καὶ συλλαμβανομένουσ, ὥστε τὸν Νικίαν αὖθισ εἰσ ἐκείνουσ ἀποτρεπόμενον τοὺσ πρώτουσ λογισμοὺσ καὶ συμφρονοῦντα τὴν τῶν πραγμάτων μεταβολὴν ἀθυμεῖν, καὶ γράφειν τοῖσ Ἀθηναίοισ κελεύοντα πέμπειν ἕτερον στρατὸν ἢ καὶ τοῦτον ἀπαγαγεῖν ἐκ Σικελίασ, αὑτῷ δὲ πάντωσ αἰτούμενον τῆσ στρατηγίασ ἄφεσιν διὰ τὴν νόσον. (Plutarch, , chapter 19 7:1)
- Φειδίασ ὁ πλάστησ ἐργολάβοσ μὲν ἦν τοῦ ἀγάλματοσ, ὥσπερ εἴρηται, φίλοσ δὲ τῷ Περικλεῖ γενόμενοσ καὶ μέγιστον παρ’ αὐτῷ δυνηθεὶσ τοὺσ μὲν δι’ αὑτὸν ἔσχεν ἐχθροὺσ φθονούμενοσ, οἱ δὲ τοῦ δήμου ποιούμενοι πεῖραν ἐν ἐκείνῳ, ποῖόσ τισ ἔσοιτο τῷ Περικλεῖ κριτήσ, Μένωνά τινα τῶν Φειδίου συνεργῶν πείσαντεσ ἱκέτην ἐν ἀγορᾷ καθίζουσιν, αἰτούμενον ἄδειαν ἐπὶ μηνύσει καὶ κατηγορίᾳ τοῦ Φειδίου. (Plutarch, , chapter 31 2:1)
- οὐ μὴν ἀλλὰ τοῖσ πολλοῖσ ἐνήρμοττε, τοῦτο μὲν ἑκάστου τῶν πολιτῶν τοὔνομα λέγων ἀπὸ στόματοσ, τοῦτο δὲ κριτὴν ἀσφαλῆ περὶ τὰ συμβόλαια παρέχων ἑαυτόν, ὥστε που καὶ πρὸσ Σιμωνίδην τὸν Κεῖον εἰπεῖν, αἰτούμενόν τι τῶν οὐ μετρίων παρ’ αὐτοῦ στρατηγοῦντοσ, ὡσ οὔτ’ ἐκεῖνοσ ἂν γένοιτο ποιητὴσ ἀγαθὸσ ᾄδων παρὰ μέλοσ οὔτ’ αὐτὸσ ἀστεῖοσ ἄρχων παρὰ νόμον χαριζόμενοσ. (Plutarch, , chapter 5 4:3)
- Σατιβαρζάνην δὲ τὸν κατακοιμιστὴν αἰτούμενὸν τι παρ’ αὐτοῦ τῶν μὴ δικαίων αἰσθόμενοσ ἐπὶ τρισμυρίοισ δαρεικοῖσ τοῦτο ποιοῦντα, προσέταξε τῷ ταμίᾳ τρισμυρίουσ δαρεικοὺσ κομίσαι· (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 4 1:1)
Synonyms
-
to ask
- αἰτίζω (to ask, beg)
- δέω (to ask for, from, having begged a favour)
- παραιτέομαι (to beg from, ask as a favour of)
- προσδέω (to beg or ask of, to intreat, to)
- πτωχεύω (to beg or ask an alms of)
- μεταιτέω (to beg of, ask alms of)
- ἐξαιτέω (to demand or ask for from, to ask, in marriage)
- αἰτίζω (by begging)
- αἰτίζω (to beg of)
- ἐρωτάω (to ask)
- ἐρεείνω (to ask, to ask of, to ask)
- πυνθάνομαι ( I ask)
- προσαιτέω (to importune, ask an alms of, to beg for)
-
to ask for
- ἐξαιτέω (to ask for oneself, demand)
- ἐξαιτέω (to demand or ask for from, to ask, in marriage)
-
to ask one to do
-
to postulate
Derived
- ἀνταιτέω (to demand in return)
- ἀπαιτέω (I demand back, demand in payment, I require)
- ἐξαιτέω (to demand or ask for from, to ask, in marriage)
- ἐπαιτέω (to ask besides)
- μεταιτέω (to demand one's share of, to beg of, ask alms of)
- παραιτέομαι (to beg from, ask as a favour of, to move by entreaty)
- προσαιτέω (to ask besides, to demand more blood, to demand higher)