- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγωνία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: agōnia 고전 발음: [아고:니아] 신약 발음: [아고니아]

기본형: ἀγωνία ἀγωνίας

형태분석: ἀγωνι (어간) + α (어미)

어원: ἀγών

  1. 시합, 분쟁, 투쟁
  2. 고민, 고통, 고문
  1. contest, struggle for victory
  2. gymnastic exercise
  3. (of the mind) agony, anguish

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀγωνία

시합이

ἀγωνία

시합들이

ἀγωνίαι

시합들이

속격 ἀγωνίας

시합의

ἀγωνίαιν

시합들의

ἀγωνιῶν

시합들의

여격 ἀγωνίᾳ

시합에게

ἀγωνίαιν

시합들에게

ἀγωνίαις

시합들에게

대격 ἀγωνίαν

시합을

ἀγωνία

시합들을

ἀγωνίας

시합들을

호격 ἀγωνία

시합아

ἀγωνία

시합들아

ἀγωνίαι

시합들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταξάμενος δὲ ἡμέραν εἰσήει τὴν περὶ τούτων ἐπίσκεψιν οἰκονομήσων. ἦν δὲ οὐ μικρὰ καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν ἀγωνία. (Septuagint, Liber Maccabees II 3:14)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 3:14)

  • ἦν δὲ ὁρῶντα τὴν τοῦ ἀρχιερέως ἰδέαν τιτρώσκεσθαι τὴν διάνοιαν. ἡ γὰρ ὄψις καὶ τὸ τῆς χρόας παρηλλαγμένον ἐνέφαινε τὴν κατὰ ψυχὴν ἀγωνίαν. (Septuagint, Liber Maccabees II 3:16)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 3:16)

  • ἦν δὲ καὶ τοῖς ἐν τῇ πόλει κατειλημμένοις οὐ πάρεργος ἀγωνία ταρασσομένοις τῆς ἐν ὑπαίθρῳ προσβολῆς. (Septuagint, Liber Maccabees II 15:19)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 15:19)

  • ὅταν γὰρ ἀκροχειρισάμενοι καὶ παίσαντες καὶ παισθέντες ἐν τῷ μέρει παύσωνται, εἰς ὄρχησιν αὐτοῖς ἡ ἀγωνία τελευτᾷ, καὶ αὐλητὴς μὲν ἐν τῷ μέσῳ κάθηται ἐπαυλῶν καὶ κτυπῶν τῷ ποδί, οἱ δὲ κατὰ στοῖχον ἀλλήλοις ἑπόμενοι σχήματα παντοῖα ἐπιδείκνυνται πρὸς ῥυθμὸν ἐμβαίνοντες, ἄρτι μὲν πολεμικά, μετ ὀλίγον δὲ χορευτικά, ἃ Διονύσῳ καὶ Ἀφροδίτῃ φίλα. (Lucian, De saltatione, (no name) 10:5)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 10:5)

  • τί δῆτ ἐρεῖ τις, ἤν τις αὖ φανῇ στρατοῦ τ ἄθροισις πολεμίων τ ἀγωνία· (Euripides, Hecuba, episode 2:8)

    (에우리피데스, Hecuba, episode 2:8)

  • ἐπεὶ δὲ Τροίαν ἦλθες Ἀργεῖοί τέ σου κατ ἴχνος, ἦν δὲ δοριπετὴς ἀγωνία, εἰ μὲν τὰ τοῦδε κρείσσον ἀγγέλλοιτό σοι, Μενέλαον ᾔνεις, παῖς ὅπως λυποῖτ ἐμὸς ἔχων ἔρωτος ἀνταγωνιστὴν μέγαν: (Euripides, The Trojan Women, episode 3:10)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode 3:10)

유의어

  1. 시합

  2. gymnastic exercise

관련어

명사

형용사

동사

부사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION