헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγύμναστος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀγύμναστος ἀγύμναστη ἀγύμναστον

형태분석: ἀ (접두사) + γυμναστ (어간) + ος (어미)

어원: gumna/zw

  1. 학문이 없는, 미숙한, 박식하지 않은
  1. unexercised, untrained
  2. unpractised
  3. unharassed
  4. to be unpractised

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀγύμναστος

학문이 없는 (이)가

ἀγύμνάστη

학문이 없는 (이)가

ἀγύμναστον

학문이 없는 (것)가

속격 ἀγυμνάστου

학문이 없는 (이)의

ἀγύμνάστης

학문이 없는 (이)의

ἀγυμνάστου

학문이 없는 (것)의

여격 ἀγυμνάστῳ

학문이 없는 (이)에게

ἀγύμνάστῃ

학문이 없는 (이)에게

ἀγυμνάστῳ

학문이 없는 (것)에게

대격 ἀγύμναστον

학문이 없는 (이)를

ἀγύμνάστην

학문이 없는 (이)를

ἀγύμναστον

학문이 없는 (것)를

호격 ἀγύμναστε

학문이 없는 (이)야

ἀγύμνάστη

학문이 없는 (이)야

ἀγύμναστον

학문이 없는 (것)야

쌍수주/대/호 ἀγυμνάστω

학문이 없는 (이)들이

ἀγύμνάστᾱ

학문이 없는 (이)들이

ἀγυμνάστω

학문이 없는 (것)들이

속/여 ἀγυμνάστοιν

학문이 없는 (이)들의

ἀγύμνάσταιν

학문이 없는 (이)들의

ἀγυμνάστοιν

학문이 없는 (것)들의

복수주격 ἀγύμναστοι

학문이 없는 (이)들이

ἀγύ́μνασται

학문이 없는 (이)들이

ἀγύμναστα

학문이 없는 (것)들이

속격 ἀγυμνάστων

학문이 없는 (이)들의

ἀγύμναστῶν

학문이 없는 (이)들의

ἀγυμνάστων

학문이 없는 (것)들의

여격 ἀγυμνάστοις

학문이 없는 (이)들에게

ἀγύμνάσταις

학문이 없는 (이)들에게

ἀγυμνάστοις

학문이 없는 (것)들에게

대격 ἀγυμνάστους

학문이 없는 (이)들을

ἀγύμνάστᾱς

학문이 없는 (이)들을

ἀγύμναστα

학문이 없는 (것)들을

호격 ἀγύμναστοι

학문이 없는 (이)들아

ἀγύ́μνασται

학문이 없는 (이)들아

ἀγύμναστα

학문이 없는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • φησὶ δ’ ἐν φάει πόσιν τὸν ἁμὸν ζῶντα φέγγοσ εἰσορᾶν, πορθμοὺσ δ’ ἀλᾶσθαι μυρίουσ πεπλωκότα ἐκεῖσε κἀκεῖσ’ οὐδ’ ἀγύμναστον πλάνοισ, ἥξειν <δ’> ὅταν δὴ πημάτων λάβῃ τέλοσ. (Euripides, Helen, episode, dialogue2)

    (에우리피데스, Helen, episode, dialogue2)

  • ταύτην δ’ οἱ μὲν ἐπὶ πολλῶν καὶ πολλάκισ γυμνάσαντεσ ἄμεινον τῶν ἄλλων εὑρίσκουσιν αὐτόν, οἱ δ’ ἀγύμναστον ἀφέντεσ σπανιώτερον καὶ ὥσπερ ἀπὸ τύχησ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1213)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1213)

  • ἀτονίαν γὰρ ἐμποιεῖ καὶ μαλακίαν ἀγύμναστον ἡ περὶ τὸ ῥᾷστον ἀεὶ διατρίβουσα καὶ πρὸσ τὸ ἥδιστον ἐκ τῶν ἀβουλήτων ἀναχωροῦσα γλυκυθυμία τῆσ ψυχῆσ. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 18 3:2)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 18 3:2)

  • ἀτονίαν, γὰρ ἐμποιεῖ καὶ μαλακίαν ἀγύμναστον ἡ περὶ τὸ ῥᾷστον ἀεὶ διατρίβουσα καὶ πρὸσ τὸ ἥδιστον ἐκ τῶν ἀβουλήτων ἀναχωροῦσα γλυκυθυμία τῆσ ψυχῆσ. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 18 8:3)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 18 8:3)

  • ὁ δὲ φθονερόσ, τῇ τῶν ἄλλων διαβολῇ δεῖν οἰόμενοσ ὑπερέχειν, αὐτόσ τε ἧττον συντείνει πρὸσ ἀρετὴν τὴν ἀληθῆ, τούσ τε ἀνθαμιλλωμένουσ εἰσ ἀθυμίαν καθίστησι τῷ ἀδίκωσ ψέγεσθαι, καὶ διὰ ταῦτα ἀγύμναστον τὴν πόλιν ὅλην εἰσ ἅμιλλαν ἀρετῆσ ποιῶν, σμικροτέραν αὐτὴν πρὸσ εὐδοξίαν τὸ ἑαυτοῦ μέροσ ἀπεργάζεται. (Plato, Laws, book 5 30:3)

    (플라톤, Laws, book 5 30:3)

  • αἰαῖ, ἆ τάλασ, ἔθαλψεν ἄτησ σπασμὸσ ἀρτίωσ ὅδ’ αὖ, διῇξε πλευρῶν, οὐδ’ ἀγύμναστόν μ’ ἐᾶν ἐοίκεν ἡ τάλαινα διάβοροσ νόσοσ. (Sophocles, Trachiniae, episode 1:4)

    (소포클레스, 트라키니아이, episode 1:4)

유의어

  1. 학문이 없는

  2. unpractised

  3. to be unpractised

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION