Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄγριος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄγριος ἀγρίᾱ ἄγριον

Structure: ἀγρι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)gro/s

Sense

  1. Living in the open fields
  2. (of plants or animals) wild (non-domesticated),
  3. (of people or animals) wild, savage, violent, fierce
  4. (of situations) cruel, harsh

Examples

  • τῶν δὲ ἔρημοσ ὁ χῶροσ γενόμενοσ δίψησ ἀεὶ πιμπράμενοσ ἀνθεῖ πολλαῖσ τε καὶ ἀγρίαισ ἐπιθυμίαισ. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 16:4)
  • ἔνθεν ἐκραγήσονταί ποτε ποταμοὶ πυρὸσ δάπτοντεσ ἀγρίαισ γνάθοισ τῆσ καλλικάρπου Σικελίασ λευροὺσ γύασ· (Aeschylus, Prometheus Bound, episode, anapests 3:15)
  • ἐν δ’ ἐμῷ κάρᾳ θεὸσ τότ’ ἄρα τότε μέγα βάροσ μ’ ἔχων ἔπαισεν, ἐν δ’ ἔσεισεν ἀγρίαισ ὁδοῖσ, οἴμοι, λακπάτητον ἀντρέπων χαράν. (Sophocles, Antigone, choral, strophe 23)
  • ὅτ’ οὔτε λοιβῆσ ἡμὶν οὔτε θυμάτων παρῆν ἑκήλοισ προσθιγεῖν, ἀλλ’ ἀγρίαισ κατεῖχ’ ἀεὶ πᾶν στρατόπεδον δυσφημίαισ, βοῶν, στενάζων. (Sophocles, Philoctetes, episode 1:2)
  • τίσ ἄταισ ἀγρίαισ, τίσ ἐν πόνοισ ξύνοικοσ ἀλλαγᾷ βίου; (Sophocles, Oedipus Tyrannus, choral, strophe 22)

Synonyms

  1. wild

  2. wild

  3. cruel

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION