헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μετέωρος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μετέωρος

형태분석: μετεωρ (어간) + ος (어미)

어원: epic meth/oros, q. v.,

  1. lifted up, on high, in air

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 μετέωρος

(이)가

μετέωρον

(것)가

속격 μετεώρου

(이)의

μετεώρου

(것)의

여격 μετεώρῳ

(이)에게

μετεώρῳ

(것)에게

대격 μετέωρον

(이)를

μετέωρον

(것)를

호격 μετέωρε

(이)야

μετέωρον

(것)야

쌍수주/대/호 μετεώρω

(이)들이

μετεώρω

(것)들이

속/여 μετεώροιν

(이)들의

μετεώροιν

(것)들의

복수주격 μετέωροι

(이)들이

μετέωρα

(것)들이

속격 μετεώρων

(이)들의

μετεώρων

(것)들의

여격 μετεώροις

(이)들에게

μετεώροις

(것)들에게

대격 μετεώρους

(이)들을

μετέωρα

(것)들을

호격 μετέωροι

(이)들아

μετέωρα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἰσῆλθον εἰσ τὴν αἰχμαλωσίαν μετέωροσ καὶ περιῆλθον τοὺσ κατοικοῦντασ ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Χοβὰρ τοὺσ ὄντασ ἐκεῖ καὶ ἐκάθισα ἐκεῖ ἑπτὰ ἡμέρασ ἀναστρεφόμενοσ ἐν μέσῳ αὐτῶν. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 3:15)

    (70인역 성경, 에제키엘서 3:15)

  • οἱ μὲν γὰρ χαμαὶ κυλινδοῦνται πολλάκισ καὶ τὰσ κεφαλὰσ ἀράττουσι πρὸσ τὸ ἔδαφοσ, ὁ δ’ εὐσχήμων καὶ καλὸσ καὶ καθ’ ὑπερβολὴν ἐστεφανωμένοσ ὑψηλὸσ πρόκειται καὶ μετέωροσ ὥσπερ εἰσ πομπὴν κεκοσμημένοσ. (Lucian, (no name) 12:3)

    (루키아노스, (no name) 12:3)

  • καὶ οὗτοσ μὲν ἀνασπασθεὶσ ἄνω μετέωρόσ ἐστι καὶ μετὰ μικρὸν καταπεσών, ἀπορραγέντοσ τοῦ λίνου ἐπειδὰν μηκέτι ἀντέχῃ πρὸσ τὸ βάροσ, μέγαν τὸν ψόφον ἐργάσεται, οὗτοσ δὲ ὀλίγον ἀπὸ γῆσ αἰωρούμενοσ, ἢν καὶ πέσῃ, ἀψοφητὶ κείσεται,^ μόλισ καὶ τοῖσ γείτοσιν ἐξακουσθέντοσ τοῦ πτώματοσ. (Lucian, Contemplantes, (no name) 16:8)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 16:8)

  • σὺ δ’ ὥσπερ εἰσ τοῦ Διὸσ τὸν οἶκον παρελθὼν πάντα τεθαύμακασ καὶ ἐφ’ ἑκάστῳ τῶν πραττομένων μετέωροσ εἶ· (Lucian, De mercede, (no name) 15:1)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 15:1)

  • πάνυ μὲν οὖν ὡσ ἐγώ σοι μετέωρόσ εἰμι ὑπὸ τῶν λόγων καὶ πρὸσ τὸ τέλοσ ἤδη κέχηνα τῆσ ἀκροάσεωσ· (Lucian, Icaromenippus, (no name) 3:7)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 3:7)

유의어

  1. lifted up

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION