- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὠφέλεια?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: ōpheleia 고전 발음: [오:펠레] 신약 발음: [오팰리아]

기본형: ὠφέλεια ὠφελείας

형태분석: ὠφελει (어간) + α (어미)

어원: ὠφελέω

  1. 도움, 덕택, 원조, 지원
  2. 이익, 이득, 봉사, 복무, 은혜, 장점
  3. 전리품, 강탈, 약탈, 허물 벗기
  1. help, aid, succour (especially in war)
  2. profit, advantage, benefit, source of gain or profit, service
  3. (and especially) gain made in war, spoil, booty

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὠφέλεια

도움이

ὠφελεία

도움들이

ὠφέλειαι

도움들이

속격 ὠφελείας

도움의

ὠφελείαιν

도움들의

ὠφελειῶν

도움들의

여격 ὠφελείᾳ

도움에게

ὠφελείαιν

도움들에게

ὠφελείαις

도움들에게

대격 ὠφέλειαν

도움을

ὠφελεία

도움들을

ὠφελείας

도움들을

호격 ὠφέλεια

도움아

ὠφελεία

도움들아

ὠφέλειαι

도움들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ προσέθετο ἔτι Ἀχιμάας υἱὸς Σαδὼκ καὶ εἶπε πρὸς Ἰωάβ. καὶ ἔστω ὅτι δράμω καί γε ἐγὼ ὀπίσω τοῦ Χουσί. καὶ εἶπεν Ἰωάβ. ἱνατί σὺ τοῦτο τρέχεις, υἱέ μου; δεῦρο, οὐκ ἔστι σοι εὐαγγέλια εἰς ὠφέλειαν πορευομένῳ. (Septuagint, Liber II Samuelis 18:22)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 18:22)

  • ἐφροντίσαμεν τοῖς μὲν βουλομένοις ἀναγινώσκειν ψυχαγωγίαν, τοῖς δὲ φιλοφρονοῦσιν εἰς τὸ διὰ μνήμης ἀναλαβεῖν εὐκοπίαν, πᾶσι δὲ τοῖς ἐντυγχάνουσιν ὠφέλειαν. (Septuagint, Liber Maccabees II 2:25)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 2:25)

  • καὶ τὴν ἐν τῇ Βαβυλωνίᾳ τὴν πρὸς αὐτοὺς Γαλάτας παράταξιν γενομένην, ὡς οἱ πάντες ἐπὶ τὴν χρείαν ἦλθον ὀκτακισχίλιοι σὺν Μακεδόσι τετρασχιλίοις, τῶν Μακεδόνων ἀπορουμένων, οἱ ὀκτακισχίλιοι τὰς δώδεκα μυριάδας ἀπώλεσαν διὰ τὴν γενομένην αὐτοῖς ἀπ᾿ οὐρανοῦ βοήθειαν καὶ ὠφέλειαν πολλὴν ἔλαβον. (Septuagint, Liber Maccabees II 8:20)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 8:20)

  • τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου ἐν τῷ καταβαίνειν με εἰς διαφθοράν; μὴ ἐξομολογήσεταί σοι χοῦς ἢ ἀναγγελεῖ τὴν ἀλήθειάν σου; (Septuagint, Liber Psalmorum 29:10)

    (70인역 성경, 시편 29:10)

  • τί ἱκανός, ὅτι δουλεύσομεν αὐτῷ; καὶ τίς ὠφέλεια, ὅτι ἀπαντήσομεν αὐτῷ; (Septuagint, Liber Iob 21:15)

    (70인역 성경, 욥기 21:15)

  • τί γὰρ μέλει τῷ Κυρίῳ, ἐὰν σὺ ἦσθα τοῖς ἔργοις ἄμεμπτος; ἢ ὠφέλεια, ὅτι ἁπλώσεις τὴν ὁδόν σου; (Septuagint, Liber Iob 22:3)

    (70인역 성경, 욥기 22:3)

  • σοφία κεκρυμμένη καὶ θησαυρὸς ἀφανής, τίς ὠφέλεια ἐν ἀμφοτέροις; (Septuagint, Liber Sirach 20:29)

    (70인역 성경, Liber Sirach 20:29)

  • ἀγάπα τὴν ψυχήν σου καὶ παρακάλει τὴν καρδίαν σου καὶ λύπην μακρὰν ἀπόστησον ἀπὸ σοῦ. πολλοὺς γὰρ ἀπώλεσεν ἡ λύπη, καὶ οὐκ ἔστιν ὠφέλεια ἐν αὐτῇ. (Septuagint, Liber Sirach 30:23)

    (70인역 성경, Liber Sirach 30:23)

유의어

  1. 도움

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION