Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑποβάλλω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὑποβάλλω ὑποβαλῶ ὑποβέβληκα

Structure: ὑπο (Prefix) + βάλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to throw, put or lay under
  2. to lay under
  3. to subject, submit
  4. to substitute, for one's own
  5. to suggest, whisper, to make false suggestions
  6. to appropriate

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποβάλλω ὑποβάλλεις ὑποβάλλει
Dual ὑποβάλλετον ὑποβάλλετον
Plural ὑποβάλλομεν ὑποβάλλετε ὑποβάλλουσιν*
SubjunctiveSingular ὑποβάλλω ὑποβάλλῃς ὑποβάλλῃ
Dual ὑποβάλλητον ὑποβάλλητον
Plural ὑποβάλλωμεν ὑποβάλλητε ὑποβάλλωσιν*
OptativeSingular ὑποβάλλοιμι ὑποβάλλοις ὑποβάλλοι
Dual ὑποβάλλοιτον ὑποβαλλοίτην
Plural ὑποβάλλοιμεν ὑποβάλλοιτε ὑποβάλλοιεν
ImperativeSingular ὑποβάλλε ὑποβαλλέτω
Dual ὑποβάλλετον ὑποβαλλέτων
Plural ὑποβάλλετε ὑποβαλλόντων, ὑποβαλλέτωσαν
Infinitive ὑποβάλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποβαλλων ὑποβαλλοντος ὑποβαλλουσα ὑποβαλλουσης ὑποβαλλον ὑποβαλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποβάλλομαι ὑποβάλλει, ὑποβάλλῃ ὑποβάλλεται
Dual ὑποβάλλεσθον ὑποβάλλεσθον
Plural ὑποβαλλόμεθα ὑποβάλλεσθε ὑποβάλλονται
SubjunctiveSingular ὑποβάλλωμαι ὑποβάλλῃ ὑποβάλληται
Dual ὑποβάλλησθον ὑποβάλλησθον
Plural ὑποβαλλώμεθα ὑποβάλλησθε ὑποβάλλωνται
OptativeSingular ὑποβαλλοίμην ὑποβάλλοιο ὑποβάλλοιτο
Dual ὑποβάλλοισθον ὑποβαλλοίσθην
Plural ὑποβαλλοίμεθα ὑποβάλλοισθε ὑποβάλλοιντο
ImperativeSingular ὑποβάλλου ὑποβαλλέσθω
Dual ὑποβάλλεσθον ὑποβαλλέσθων
Plural ὑποβάλλεσθε ὑποβαλλέσθων, ὑποβαλλέσθωσαν
Infinitive ὑποβάλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποβαλλομενος ὑποβαλλομενου ὑποβαλλομενη ὑποβαλλομενης ὑποβαλλομενον ὑποβαλλομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποβαλῶ ὑποβαλεῖς ὑποβαλεῖ
Dual ὑποβαλεῖτον ὑποβαλεῖτον
Plural ὑποβαλοῦμεν ὑποβαλεῖτε ὑποβαλοῦσιν*
OptativeSingular ὑποβαλοῖμι ὑποβαλοῖς ὑποβαλοῖ
Dual ὑποβαλοῖτον ὑποβαλοίτην
Plural ὑποβαλοῖμεν ὑποβαλοῖτε ὑποβαλοῖεν
Infinitive ὑποβαλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποβαλων ὑποβαλουντος ὑποβαλουσα ὑποβαλουσης ὑποβαλουν ὑποβαλουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποβαλοῦμαι ὑποβαλεῖ, ὑποβαλῇ ὑποβαλεῖται
Dual ὑποβαλεῖσθον ὑποβαλεῖσθον
Plural ὑποβαλούμεθα ὑποβαλεῖσθε ὑποβαλοῦνται
OptativeSingular ὑποβαλοίμην ὑποβαλοῖο ὑποβαλοῖτο
Dual ὑποβαλοῖσθον ὑποβαλοίσθην
Plural ὑποβαλοίμεθα ὑποβαλοῖσθε ὑποβαλοῖντο
Infinitive ὑποβαλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποβαλουμενος ὑποβαλουμενου ὑποβαλουμενη ὑποβαλουμενης ὑποβαλουμενον ὑποβαλουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐνίοτε μέντοι καὶ ὁ ἀκροώμενοσ αὐτὸσ ὑποβάλλει τῆσ διαβολῆσ τὰσ ἀφορμάσ, καὶ πρὸσ τὸν ἐκείνου τρόπον οἱ κακοήθεισ αὐτοὶ ἁρμοζόμενοι εὐστοχοῦσιν. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 14:1)
  • τοῦτο δ’ εὐθὺσ ὑποβάλλει καὶ τὴν περὶ τὰσ ὑπουργίασ ἀνωμαλίαν καὶ δυσωπίαν· (Plutarch, De amicorum multitudine, chapter, section 5 6:1)
  • ἔστι δὲ καὶ ταῦτα ὡρισμένα ταῖσ ἡλικίαισ, οἱο͂ν τοῖσ ἀπειρηκόσι διὰ χρόνον οὐ ῥᾴδιον ᾄδειν τὰσ συντόνουσ ἁρμονίασ, ἀλλὰ τὰσ ἀνειμένασ ἡ φύσισ ὑποβάλλει τοῖσ τηλικούτοισ. (Aristotle, Politics, Book 8 126:1)
  • αὐτὸσ ὑποβάλλει καὶ διδάσκει ὁ νόμοσ ἃ χρὴ γράφειν· (Aeschines, Speeches, , section 224)
  • ] "Ἡτοσαύτη δὴ φωνὴ τούτων πάντων μνημονευομένων τὸν ἱκανὸν τύπον ὑποβάλλει <ταῖσ περὶ> τῆσ τῶν ὄντων φύσεωσ ἐπινοίαισ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 44:8)

Synonyms

  1. to throw

  2. to lay under

  3. to subject

  4. to substitute

  5. to appropriate

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION