ὑπεραίρω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑπεραίρω
ὑπεραρῶ
형태분석:
ὑπερ
(접두사)
+
αί̓ρ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 도망치다, 등한시하다, 지나치다, 못 보고 넘어가다, 무시하다
- 우수하다, 넘어서다, 뛰어나다, ~에 접촉해 있다, 초과하다
- 초과하다, 능가하다, 넘다, 초월하다
- 넘치다, 범람하다
- to lift or raise up over, to lift oneself above, to exalt oneself, be exalted
- to climb or get over, pass over, to double, to outflank
- to transcend, excel, outdo, in
- to overshoot, go beyond, exceed
- to overflow
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἓν τοίνυν ἐστὶ τῶν ἐπαινουμένων Ἀντωνίου, τὸ φιλόδωρον καὶ μεγαλόδωρον, ἐν ᾧ τοσοῦτον ὑπεραίρει Δημήτριοσ ὥστε χαρίσασθαι τοῖσ πολεμίοισ ὅσα τοῖσ φίλοισ οὐκ ἔδωκεν Ἀντώνιοσ. (Plutarch, Comparison of Demetrius and Antony, chapter 2 3:1)
(플루타르코스, Comparison of Demetrius and Antony, chapter 2 3:1)
- "οὐ παυσόμεθα πρὸσ τὸν γεωμετρικὸν τοῦτον Βριάρεων πολεμοῦντεσ, ὃσ ταῖσ μὲν ναυσὶν ἡμῶν κυαθίζει ἐκ τῆσ θαλάσσησ, τὴν δὲ σαμβύκην ῥαπίζων μετ’ αἰσχύνησ ἐκβέβληκε, τοὺσ δὲ μυθικοὺσ ἑκατόγχειρασ ὑπεραίρει τοσαῦτα βάλλων ἅμα βέλη καθ’ ἡμῶν; (Plutarch, Marcellus, chapter 17 1:1)
(플루타르코스, Marcellus, chapter 17 1:1)
- ἅ τε γὰρ καθ’ αὑτὴν ἔπραξε τῶν ἰδίᾳ τισὶ πραχθέντων ὑπεραίρει οὐχ ὅσον ἀγνοῆσαι, ἅ τ’ ἐν ταὐτῷ γενομένων ὁμοῦ πάντεσ ἐλάττουσ ἀντιθεῖναι. (Aristides, Aelius, Orationes, 73:7)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 73:7)
- ἀεὶ μὲν οὖν τά γε δὴ παρ’ ὑμῖν τίμια εἰσαχθέντα ὡσ ἀληθῶσ ὑφ’ ὑμῶν καὶ ἑξῆσ ἀεὶ μᾶλλον βεβαιούμενα, ὅ γε μὴν νῦν ἄρχων μέγασ οἱο͂ν ἀγωνιστὴσ καθαρὸσ τοσοῦτον ὑπεραίρει τοῖσ παρ’ αὑτοῦ τὸν πατέρα ὅσον, οὐδ’ εἰπεῖν ῥᾴδιον, ἑτέρουσ αὐτὸσ ὑπεραίρει. (Aristides, Aelius, Orationes, 32:1)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 32:1)
유의어
-
to lift or raise up over
- ἀνατείνω (드높이다, 올리다, 높이다)
- ἀνέχω (드높이다, 올리다, 높이다)
- πυργόω (드높이다, 올리다, 높이다)
- ἀνυψόω (드높이다, 칭찬하다, 올리다)
- ἐκκουφίζω (드높이다, 칭찬하다, 올리다)
-
초과하다
-
넘치다
파생어
- αἴρω ([[aeirw]])
- ἀναίρω (추켜세우다, 올리다, 들다)
- ἀνταίρω (to raise against, to rise up against, to rise opposite to)
- ἀπαίρω (빼앗다, 제거하다, 가져가다)
- εἰσαίρω (to bring or carry in)
- ἐναίρω (파괴하다, 죽이다, 파멸시키다)
- ἐπαίρω (들다, 올리다, 들다)
- ἐπαναίρω (추켜세우다, 올리다, 들다)
- καταίρω (내려오다, 내리다, 내려가다)
- κατεναίρομαι (죽이다, 살해하다, 도살하다)
- μεταίρω (넘어가다, 격하게 움직이다, 선동하다)
- παρεξαίρω (to lift up beside)
- συναίρω (균형을 이루다, 평형을 유지하다, 개입하다)