헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τρέφω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τρέφω θρέψω ἔθρεψα τέτροφα ἐθρέφθην

형태분석: τρέφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 얼리다, 굳게 하다
  2. 기르다, 키우다, 증가시키다, 늘리다
  3. 지지하다, 유지하다, 지탱하다
  4. 양육하다, 교육하다
  1. to thicken, congeal, curdle
  2. to make to grow, to increase, bring up, breed, rear (especially of children)
  3. to maintain, support
  4. to bring up, rear, educate

참고

the passive sometimes came to mean little more than "to be"

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τρέφω

(나는) 얼린다

τρέφεις

(너는) 얼린다

τρέφει

(그는) 얼린다

쌍수 τρέφετον

(너희 둘은) 얼린다

τρέφετον

(그 둘은) 얼린다

복수 τρέφομεν

(우리는) 얼린다

τρέφετε

(너희는) 얼린다

τρέφουσιν*

(그들은) 얼린다

접속법단수 τρέφω

(나는) 얼리자

τρέφῃς

(너는) 얼리자

τρέφῃ

(그는) 얼리자

쌍수 τρέφητον

(너희 둘은) 얼리자

τρέφητον

(그 둘은) 얼리자

복수 τρέφωμεν

(우리는) 얼리자

τρέφητε

(너희는) 얼리자

τρέφωσιν*

(그들은) 얼리자

기원법단수 τρέφοιμι

(나는) 얼리기를 (바라다)

τρέφοις

(너는) 얼리기를 (바라다)

τρέφοι

(그는) 얼리기를 (바라다)

쌍수 τρέφοιτον

(너희 둘은) 얼리기를 (바라다)

τρεφοίτην

(그 둘은) 얼리기를 (바라다)

복수 τρέφοιμεν

(우리는) 얼리기를 (바라다)

τρέφοιτε

(너희는) 얼리기를 (바라다)

τρέφοιεν

(그들은) 얼리기를 (바라다)

명령법단수 τρέφε

(너는) 얼려라

τρεφέτω

(그는) 얼려라

쌍수 τρέφετον

(너희 둘은) 얼려라

τρεφέτων

(그 둘은) 얼려라

복수 τρέφετε

(너희는) 얼려라

τρεφόντων, τρεφέτωσαν

(그들은) 얼려라

부정사 τρέφειν

얼리는 것

분사 남성여성중성
τρεφων

τρεφοντος

τρεφουσα

τρεφουσης

τρεφον

τρεφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τρέφομαι

(나는) 언다

τρέφει, τρέφῃ

(너는) 언다

τρέφεται

(그는) 언다

쌍수 τρέφεσθον

(너희 둘은) 언다

τρέφεσθον

(그 둘은) 언다

복수 τρεφόμεθα

(우리는) 언다

τρέφεσθε

(너희는) 언다

τρέφονται

(그들은) 언다

접속법단수 τρέφωμαι

(나는) 얼자

τρέφῃ

(너는) 얼자

τρέφηται

(그는) 얼자

쌍수 τρέφησθον

(너희 둘은) 얼자

τρέφησθον

(그 둘은) 얼자

복수 τρεφώμεθα

(우리는) 얼자

τρέφησθε

(너희는) 얼자

τρέφωνται

(그들은) 얼자

기원법단수 τρεφοίμην

(나는) 얼기를 (바라다)

τρέφοιο

(너는) 얼기를 (바라다)

τρέφοιτο

(그는) 얼기를 (바라다)

쌍수 τρέφοισθον

(너희 둘은) 얼기를 (바라다)

τρεφοίσθην

(그 둘은) 얼기를 (바라다)

복수 τρεφοίμεθα

(우리는) 얼기를 (바라다)

τρέφοισθε

(너희는) 얼기를 (바라다)

τρέφοιντο

(그들은) 얼기를 (바라다)

명령법단수 τρέφου

(너는) 얼어라

τρεφέσθω

(그는) 얼어라

쌍수 τρέφεσθον

(너희 둘은) 얼어라

τρεφέσθων

(그 둘은) 얼어라

복수 τρέφεσθε

(너희는) 얼어라

τρεφέσθων, τρεφέσθωσαν

(그들은) 얼어라

부정사 τρέφεσθαι

어는 것

분사 남성여성중성
τρεφομενος

τρεφομενου

τρεφομενη

τρεφομενης

τρεφομενον

τρεφομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θρέψω

(나는) 얼리겠다

θρέψεις

(너는) 얼리겠다

θρέψει

(그는) 얼리겠다

쌍수 θρέψετον

(너희 둘은) 얼리겠다

θρέψετον

(그 둘은) 얼리겠다

복수 θρέψομεν

(우리는) 얼리겠다

θρέψετε

(너희는) 얼리겠다

θρέψουσιν*

(그들은) 얼리겠다

기원법단수 θρέψοιμι

(나는) 얼리겠기를 (바라다)

θρέψοις

(너는) 얼리겠기를 (바라다)

θρέψοι

(그는) 얼리겠기를 (바라다)

쌍수 θρέψοιτον

(너희 둘은) 얼리겠기를 (바라다)

θρεψοίτην

(그 둘은) 얼리겠기를 (바라다)

복수 θρέψοιμεν

(우리는) 얼리겠기를 (바라다)

θρέψοιτε

(너희는) 얼리겠기를 (바라다)

θρέψοιεν

(그들은) 얼리겠기를 (바라다)

부정사 θρέψειν

얼릴 것

분사 남성여성중성
θρεψων

θρεψοντος

θρεψουσα

θρεψουσης

θρεψον

θρεψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θρέψομαι

(나는) 얼겠다

θρέψει, θρέψῃ

(너는) 얼겠다

θρέψεται

(그는) 얼겠다

쌍수 θρέψεσθον

(너희 둘은) 얼겠다

θρέψεσθον

(그 둘은) 얼겠다

복수 θρεψόμεθα

(우리는) 얼겠다

θρέψεσθε

(너희는) 얼겠다

θρέψονται

(그들은) 얼겠다

기원법단수 θρεψοίμην

(나는) 얼겠기를 (바라다)

θρέψοιο

(너는) 얼겠기를 (바라다)

θρέψοιτο

(그는) 얼겠기를 (바라다)

쌍수 θρέψοισθον

(너희 둘은) 얼겠기를 (바라다)

θρεψοίσθην

(그 둘은) 얼겠기를 (바라다)

복수 θρεψοίμεθα

(우리는) 얼겠기를 (바라다)

θρέψοισθε

(너희는) 얼겠기를 (바라다)

θρέψοιντο

(그들은) 얼겠기를 (바라다)

부정사 θρέψεσθαι

얼 것

분사 남성여성중성
θρεψομενος

θρεψομενου

θρεψομενη

θρεψομενης

θρεψομενον

θρεψομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θρεφθήσομαι

(나는) 얼겠다

θρεφθήσῃ

(너는) 얼겠다

θρεφθήσεται

(그는) 얼겠다

쌍수 θρεφθήσεσθον

(너희 둘은) 얼겠다

θρεφθήσεσθον

(그 둘은) 얼겠다

복수 θρεφθησόμεθα

(우리는) 얼겠다

θρεφθήσεσθε

(너희는) 얼겠다

θρεφθήσονται

(그들은) 얼겠다

기원법단수 θρεφθησοίμην

(나는) 얼겠기를 (바라다)

θρεφθήσοιο

(너는) 얼겠기를 (바라다)

θρεφθήσοιτο

(그는) 얼겠기를 (바라다)

쌍수 θρεφθήσοισθον

(너희 둘은) 얼겠기를 (바라다)

θρεφθησοίσθην

(그 둘은) 얼겠기를 (바라다)

복수 θρεφθησοίμεθα

(우리는) 얼겠기를 (바라다)

θρεφθήσοισθε

(너희는) 얼겠기를 (바라다)

θρεφθήσοιντο

(그들은) 얼겠기를 (바라다)

부정사 θρεφθήσεσθαι

얼 것

분사 남성여성중성
θρεφθησομενος

θρεφθησομενου

θρεφθησομενη

θρεφθησομενης

θρεφθησομενον

θρεφθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓τρεφον

(나는) 얼리고 있었다

έ̓τρεφες

(너는) 얼리고 있었다

έ̓τρεφεν*

(그는) 얼리고 있었다

쌍수 ἐτρέφετον

(너희 둘은) 얼리고 있었다

ἐτρεφέτην

(그 둘은) 얼리고 있었다

복수 ἐτρέφομεν

(우리는) 얼리고 있었다

ἐτρέφετε

(너희는) 얼리고 있었다

έ̓τρεφον

(그들은) 얼리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐτρεφόμην

(나는) 얼고 있었다

ἐτρέφου

(너는) 얼고 있었다

ἐτρέφετο

(그는) 얼고 있었다

쌍수 ἐτρέφεσθον

(너희 둘은) 얼고 있었다

ἐτρεφέσθην

(그 둘은) 얼고 있었다

복수 ἐτρεφόμεθα

(우리는) 얼고 있었다

ἐτρέφεσθε

(너희는) 얼고 있었다

ἐτρέφοντο

(그들은) 얼고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓θρεψα

(나는) 얼렸다

έ̓θρεψας

(너는) 얼렸다

έ̓θρεψεν*

(그는) 얼렸다

쌍수 ἐθρέψατον

(너희 둘은) 얼렸다

ἐθρεψάτην

(그 둘은) 얼렸다

복수 ἐθρέψαμεν

(우리는) 얼렸다

ἐθρέψατε

(너희는) 얼렸다

έ̓θρεψαν

(그들은) 얼렸다

접속법단수 θρέψω

(나는) 얼렸자

θρέψῃς

(너는) 얼렸자

θρέψῃ

(그는) 얼렸자

쌍수 θρέψητον

(너희 둘은) 얼렸자

θρέψητον

(그 둘은) 얼렸자

복수 θρέψωμεν

(우리는) 얼렸자

θρέψητε

(너희는) 얼렸자

θρέψωσιν*

(그들은) 얼렸자

기원법단수 θρέψαιμι

(나는) 얼렸기를 (바라다)

θρέψαις

(너는) 얼렸기를 (바라다)

θρέψαι

(그는) 얼렸기를 (바라다)

쌍수 θρέψαιτον

(너희 둘은) 얼렸기를 (바라다)

θρεψαίτην

(그 둘은) 얼렸기를 (바라다)

복수 θρέψαιμεν

(우리는) 얼렸기를 (바라다)

θρέψαιτε

(너희는) 얼렸기를 (바라다)

θρέψαιεν

(그들은) 얼렸기를 (바라다)

명령법단수 θρέψον

(너는) 얼렸어라

θρεψάτω

(그는) 얼렸어라

쌍수 θρέψατον

(너희 둘은) 얼렸어라

θρεψάτων

(그 둘은) 얼렸어라

복수 θρέψατε

(너희는) 얼렸어라

θρεψάντων

(그들은) 얼렸어라

부정사 θρέψαι

얼렸는 것

분사 남성여성중성
θρεψᾱς

θρεψαντος

θρεψᾱσα

θρεψᾱσης

θρεψαν

θρεψαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθρεψάμην

(나는) 얼었다

ἐθρέψω

(너는) 얼었다

ἐθρέψατο

(그는) 얼었다

쌍수 ἐθρέψασθον

(너희 둘은) 얼었다

ἐθρεψάσθην

(그 둘은) 얼었다

복수 ἐθρεψάμεθα

(우리는) 얼었다

ἐθρέψασθε

(너희는) 얼었다

ἐθρέψαντο

(그들은) 얼었다

접속법단수 θρέψωμαι

(나는) 얼었자

θρέψῃ

(너는) 얼었자

θρέψηται

(그는) 얼었자

쌍수 θρέψησθον

(너희 둘은) 얼었자

θρέψησθον

(그 둘은) 얼었자

복수 θρεψώμεθα

(우리는) 얼었자

θρέψησθε

(너희는) 얼었자

θρέψωνται

(그들은) 얼었자

기원법단수 θρεψαίμην

(나는) 얼었기를 (바라다)

θρέψαιο

(너는) 얼었기를 (바라다)

θρέψαιτο

(그는) 얼었기를 (바라다)

쌍수 θρέψαισθον

(너희 둘은) 얼었기를 (바라다)

θρεψαίσθην

(그 둘은) 얼었기를 (바라다)

복수 θρεψαίμεθα

(우리는) 얼었기를 (바라다)

θρέψαισθε

(너희는) 얼었기를 (바라다)

θρέψαιντο

(그들은) 얼었기를 (바라다)

명령법단수 θρέψαι

(너는) 얼었어라

θρεψάσθω

(그는) 얼었어라

쌍수 θρέψασθον

(너희 둘은) 얼었어라

θρεψάσθων

(그 둘은) 얼었어라

복수 θρέψασθε

(너희는) 얼었어라

θρεψάσθων

(그들은) 얼었어라

부정사 θρέψεσθαι

얼었는 것

분사 남성여성중성
θρεψαμενος

θρεψαμενου

θρεψαμενη

θρεψαμενης

θρεψαμενον

θρεψαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθρέφθην

(나는) 얼었다

ἐθρέφθης

(너는) 얼었다

ἐθρέφθη

(그는) 얼었다

쌍수 ἐθρέφθητον

(너희 둘은) 얼었다

ἐθρεφθήτην

(그 둘은) 얼었다

복수 ἐθρέφθημεν

(우리는) 얼었다

ἐθρέφθητε

(너희는) 얼었다

ἐθρέφθησαν

(그들은) 얼었다

접속법단수 θρέφθω

(나는) 얼었자

θρέφθῃς

(너는) 얼었자

θρέφθῃ

(그는) 얼었자

쌍수 θρέφθητον

(너희 둘은) 얼었자

θρέφθητον

(그 둘은) 얼었자

복수 θρέφθωμεν

(우리는) 얼었자

θρέφθητε

(너희는) 얼었자

θρέφθωσιν*

(그들은) 얼었자

기원법단수 θρεφθείην

(나는) 얼었기를 (바라다)

θρεφθείης

(너는) 얼었기를 (바라다)

θρεφθείη

(그는) 얼었기를 (바라다)

쌍수 θρεφθείητον

(너희 둘은) 얼었기를 (바라다)

θρεφθειήτην

(그 둘은) 얼었기를 (바라다)

복수 θρεφθείημεν

(우리는) 얼었기를 (바라다)

θρεφθείητε

(너희는) 얼었기를 (바라다)

θρεφθείησαν

(그들은) 얼었기를 (바라다)

명령법단수 θρέφθητι

(너는) 얼었어라

θρεφθήτω

(그는) 얼었어라

쌍수 θρέφθητον

(너희 둘은) 얼었어라

θρεφθήτων

(그 둘은) 얼었어라

복수 θρέφθητε

(너희는) 얼었어라

θρεφθέντων

(그들은) 얼었어라

부정사 θρεφθῆναι

얼었는 것

분사 남성여성중성
θρεφθεις

θρεφθεντος

θρεφθεισα

θρεφθεισης

θρεφθεν

θρεφθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τέτροφα

(나는) 얼렸다

τέτροφας

(너는) 얼렸다

τέτροφεν*

(그는) 얼렸다

쌍수 τετρόφατον

(너희 둘은) 얼렸다

τετρόφατον

(그 둘은) 얼렸다

복수 τετρόφαμεν

(우리는) 얼렸다

τετρόφατε

(너희는) 얼렸다

τετρόφᾱσιν*

(그들은) 얼렸다

접속법단수 τετρόφω

(나는) 얼렸자

τετρόφῃς

(너는) 얼렸자

τετρόφῃ

(그는) 얼렸자

쌍수 τετρόφητον

(너희 둘은) 얼렸자

τετρόφητον

(그 둘은) 얼렸자

복수 τετρόφωμεν

(우리는) 얼렸자

τετρόφητε

(너희는) 얼렸자

τετρόφωσιν*

(그들은) 얼렸자

기원법단수 τετρόφοιμι

(나는) 얼렸기를 (바라다)

τετρόφοις

(너는) 얼렸기를 (바라다)

τετρόφοι

(그는) 얼렸기를 (바라다)

쌍수 τετρόφοιτον

(너희 둘은) 얼렸기를 (바라다)

τετροφοίτην

(그 둘은) 얼렸기를 (바라다)

복수 τετρόφοιμεν

(우리는) 얼렸기를 (바라다)

τετρόφοιτε

(너희는) 얼렸기를 (바라다)

τετρόφοιεν

(그들은) 얼렸기를 (바라다)

명령법단수 τέτροφε

(너는) 얼렸어라

τετροφέτω

(그는) 얼렸어라

쌍수 τετρόφετον

(너희 둘은) 얼렸어라

τετροφέτων

(그 둘은) 얼렸어라

복수 τετρόφετε

(너희는) 얼렸어라

τετροφόντων

(그들은) 얼렸어라

부정사 τετροφέναι

얼렸는 것

분사 남성여성중성
τετροφως

τετροφοντος

τετροφυῑα

τετροφυῑᾱς

τετροφον

τετροφοντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπετῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων καὶ ἀπὸ πάσησ σαρκόσ, δύο δύο ἀπὸ πάντων εἰσάξεισ εἰσ τὴν κιβωτόν, ἵνα τρέφῃσ μετὰ σεαυτοῦ. ἄρσεν καὶ θῆλυ ἔσονται. (Septuagint, Liber Genesis 6:19)

    (70인역 성경, 창세기 6:19)

  • ἀπὸ πάντων τῶν ὀρνέων τῶν πετεινῶν κατὰ γένοσ, καὶ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν κατὰ γένοσ καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆσ γῆσ κατὰ γένοσ αὐτῶν, δύο δύο ἀπὸ πάντων εἰσελεύσονται πρὸσ σὲ τρέφεσθαι μετὰ σοῦ, ἄρσεν καὶ θῆλυ. (Septuagint, Liber Genesis 6:20)

    (70인역 성경, 창세기 6:20)

  • καὶ τρέφει Ἀντίοχον τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἕωσ τοῦ ἐπιστρέψαι αὐτόν. (Septuagint, Liber Maccabees I 3:33)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 3:33)

  • καὶ διέταξεν αὐτοῖσ ὁ βασιλεὺσ τὸ τῆσ ἡμέρασ καθ’ ἡμέραν ἀπὸ τῆσ τραπέζησ τοῦ βασιλέωσ καὶ ἀπὸ τοῦ οἴνου τοῦ ποτοῦ αὐτοῦ καὶ θρέψαι αὐτοὺσ ἔτη τρία καὶ μετὰ ταῦτα στῆναι ἐνώπιον τοῦ βασιλέωσ. (Septuagint, Prophetia Danielis 1:5)

    (70인역 성경, 다니엘서 1:5)

  • ἐγὼ γὰρ πάλαι ὁρῶσά σε νέον ὄντα καὶ καλὸν ὁποῖον οὐκ οἶδα εἴ τινα ἕτερον ἡ Φρυγία τρέφει, μακαρίζω μὲν τοῦ κάλλουσ, αἰτιῶμαι δὲ τὸ μὴ ἀπολιπόντα τοὺσ σκοπέλουσ καὶ ταυτασὶ τὰσ πέτρασ κατ’ ἄστυ ζῆν, ἀλλὰ διαφθείρειν τὸ κάλλοσ ἐν ἐρημίᾳ. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 13:3)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 13:3)

  • τῷ θεῷ δ’ αὐτὸν τρέφω. (Euripides, episode 3:24)

    (에우리피데스, episode 3:24)

  • προσεπιτέρπεται δ’ ὁ φορμικτὰσ Ἀπόλλων, ἕνεκα δόνακοσ, ὃν ὑπολύριον ἔνυδρον ἐν λίμναισ τρέφω. (Aristophanes, Frogs, Prologue, trochees 1:6)

    (아리스토파네스, Frogs, Prologue, trochees 1:6)

  • ἐν δὲ Δορκίδι ἢ Ποππυζούσῃ θηλυκῶσ εἴρηκε καὶ ὅτι αἱ Σικελικαὶ διάφοροί εἰσι περιστερὰσ ἔνδον τρέφω τῶν Σικελικῶν τούτων πάνυ κομψάσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 51 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 51 3:1)

  • τοῦτον δὲ χερσὶ ταῖσ ἐμαῖσ ἐγὼ τρέφω· (Sophocles, Ichneutae 22:1)

    (소포클레스, Ichneutae 22:1)

  • ἐλθοῦσα μέντοι κάρτ’ ἐν ἐλπίσιν τρέφω φίλη μὲν ἥξειν πατρί, προσφιλὴσ δὲ σοί, μῆτερ, φίλη δὲ σοί, κασίγνητον κάρα· (Sophocles, Antigone, episode7)

    (소포클레스, Antigone, episode7)

유의어

  1. 기르다

  2. 지지하다

  3. 양육하다

관련어

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION