Ancient Greek-English Dictionary Language

τοσοῦτος

Pronoun; Transliteration:

Principal Part: τοσοῦτος

Sense

  1. (stronger variant of τόσος in all senses)
  2. (neuter substantive) so much, thus much
  3. (neuter adverb) so much, so far

Examples

  • τὰ γοὺν Αἰτωλικὰ πάθη καὶ τὰσ τῶν Καλυδωνίων συμφορὰσ καὶ τοὺσ τοσούτουσ φόνουσ καὶ τὴν Μελεάγρου διάλυσιν, πάντα ταῦτα ἔργα φασὶν εἶναι τῆσ Ἀρτέμιδοσ μεμψιμοιρούσησ ὅτι μὴ παρελήφθη πρὸσ τὴν θυσίαν ὑπὸ τοῦ Οἰνέωσ· (Lucian, De sacrificiis, (no name) 1:4)
  • ἀγνώμων ἂν εἰήν, ἔφη, ὀκνῶν ὑπὸ ἰχθύων κατεδεσθῆναι τοσούτουσ αὐτὸσ ἰχθῦσ καταφαγών. (Lucian, (no name) 35:2)
  • τί δήποτε τοὺσ ἱεροσύλουσ καὶ λῃστὰσ ἀφέντεσ καὶ τοσούτουσ ὑβριστὰσ καὶ βιαίουσ καὶ ἐπιόρκουσ δρῦν τινα πολλάκισ κεραυνοῦτε ἢ λίθον ἢ νεὼσ ἱστὸν οὐδὲν ἀδικούσησ, ἐνίοτε δὲ χρηστόν τινα καὶ ὅσιον ὁδοιπόρον; (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 16:1)
  • καὶ διὰ τοῦτο ὡσ εἰσ τοσούτουσ ἀποδυσόμενοι εὐεξίασ τε ἐπιμελοῦνται, ὡσ μὴ αἰσχύνοιντο γυμνωθέντεσ, καὶ ἀξιονικότατον ἕκαστοσ αὑτὸν ἀπεργάζεται. (Lucian, Anacharsis, (no name) 36:6)
  • βασιλέασ μὲν οὖν τοσούτουσ ἱστορήκασι μακροβίουσ οἱ πρὸ ἡμῶν. (Lucian, Macrobii, (no name) 17:5)

Synonyms

  1. so much

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION