헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τόκος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τόκος τόκου

형태분석: τοκ (어간) + ος (어미)

어원: ti/ktw

  1. 출산
  2. 자손, 자식
  3. 이자, 흥미
  4. 억압, 탄압
  1. childbirth, parturition
  2. offspring
  3. interest (of money)
  4. oppression

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 τόκος

출산이

τόκω

출산들이

τόκοι

출산들이

속격 τόκου

출산의

τόκοιν

출산들의

τόκων

출산들의

여격 τόκῳ

출산에게

τόκοιν

출산들에게

τόκοις

출산들에게

대격 τόκον

출산을

τόκω

출산들을

τόκους

출산들을

호격 τόκε

출산아

τόκω

출산들아

τόκοι

출산들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἦλθε καὶ ἀπήγγειλε τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν Ἑλισαιέ. δεῦρο καὶ ἀπόδου τὸ ἔλαιον καὶ ἀποτίσεισ τοὺσ τόκουσ σου, καὶ σὺ καὶ οἱ υἱοί σου ζήσεσθε ἐν τῷ ἐπιλοίπῳ ἐλαίῳ. (Septuagint, Liber II Regum 4:7)

    (70인역 성경, 열왕기 하권 4:7)

  • χρόνου δὲ γενομένου, τῶν ἐμπόρων ἀγανακτούντων, ἐτέλουν αὐτοῖσ τόκουσ ἐπιδεκάτουσ, τοῖσ δ’ ὠνουμένοισ τι ἔταξαν χωρὶσ τῆσ τιμῆσ διδόναι τὸ ἐπιδέκατον. (Aristotle, Economics, Book 2 25:2)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 25:2)

  • ἐψηφίσαντο τοὺσ ὀφείλοντασ μὲν ἀποδοῦναι τῇ πόλει τὰ δάνεια, τὴν δὲ πόλιν ἐκ τῶν προσόδων τοὺσ τόκουσ τοῖσ δεδανεικόσι καταφέρειν, ἑώσ ἂν καὶ τὸ ἀρχαῖον εὐπορήσωσιν. (Aristotle, Economics, Book 2 46:1)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 46:1)

  • ὁρᾷσ ἐπαγρυπνοῦντα καὶ τοῦτον ἐπὶ φροντίδων, ἀναλογιζόμενον τοὺσ τόκουσ καὶ τοὺσ δακτύλουσ κατεσκληκότα, ὃν δεήσει μετ’ ὀλίγον πάντα ταῦτα καταλιπόντα σίλφην ἢ ἐμπίδα ἢ κυνόμυιαν γενέσθαι; (Lucian, Gallus, (no name) 31:1)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 31:1)

  • ἐπεὶ γὰρ ἴδιον αὐτοῦ συλλογίζεσθαι, τὸ δανείζειν δὲ καὶ λογίζεσθαι τοὺσ τόκουσ πλησίον εἶναι δοκεῖ τῷ συλλογίζεσθαι, μόνου ἂν εἰή τοῦ σπουδαίου καθάπερ ἐκεῖνο καὶ τοῦτο, καὶ οὐ μόνον γε ἁπλοῦσ, ὥσπερ οἱ ἄλλοι, τοὺσ τόκουσ, ἀλλὰ καὶ τούτων ἑτέρουσ τόκουσ λαμβάνειν ἢ γὰρ ἀγνοεῖσ ὅτι τῶν τόκων οἱ μέν εἰσι πρῶτοί τινεσ, οἱ δὲ δεύτεροι, καθάπερ αὐτῶν ἐκείνων ἀπόγονοι; (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 22:11)

    (루키아노스, Vitarum auctio, (no name) 22:11)

유의어

  1. 출산

  2. 자손

  3. 억압

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION