헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τόκος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τόκος τόκου

형태분석: τοκ (어간) + ος (어미)

어원: ti/ktw

  1. 출산
  2. 자손, 자식
  3. 이자, 흥미
  4. 억압, 탄압
  1. childbirth, parturition
  2. offspring
  3. interest (of money)
  4. oppression

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 τόκος

출산이

τόκω

출산들이

τόκοι

출산들이

속격 τόκου

출산의

τόκοιν

출산들의

τόκων

출산들의

여격 τόκῳ

출산에게

τόκοιν

출산들에게

τόκοις

출산들에게

대격 τόκον

출산을

τόκω

출산들을

τόκους

출산들을

호격 τόκε

출산아

τόκω

출산들아

τόκοι

출산들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκποδὼν δ’ αὐδῶ πολίταισ τοῦδ’ ἔχειν μιάσματοσ, εἴ τισ ἢ ναῶν πυλωρὸσ χεῖρασ ἁγνεύει θεοῖσ ἢ γάμον στείχει συνάψων ἢ τόκοισ βαρύνεται, φεύγετ’, ἐξίστασθε, μή τῳ προσπέσῃ μύσοσ τόδε. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode, trochees36)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode, trochees36)

  • οὗ καὶ τεθάψῃ κατθανοῦσα, καὶ πέπλων ἄγαλμά σοι θήσουσιν εὐπήνουσ ὑφάσ, ἃσ ἂν γυναῖκεσ ἐν τόκοισ ψυχορραγεῖσ λίπωσ’ ἐν οἴκοισ. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 10:8)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 10:8)

  • καὶ προσέτι γε καὶ κατεγέλασ αὐτῶν φειδομένων καὶ φυλαττόντων καὶ τὸ καινότατον αὑτοὺσ ζηλοτυπούντων, ἀγνοούντων δὲ ὡσ κατάρατοσ οἰκέτησ ἢ οἰκονόμοσ πεδότριψ ὑπεισιὼν λαθραίωσ ἐμπαροινήσει, τὸν κακοδαίμονα καὶ ἀνέραστον δεσπότην πρὸσ ἀμαυρόν τι καὶ μικρόστομον λυχνίδιον καὶ διψαλέον θρυαλλίδιον ἐπαγρυπνεῖν ἐάσασ τοῖσ τόκοισ. (Lucian, Timon, (no name) 14:1)

    (루키아노스, Timon, (no name) 14:1)

  • σὺν δ’ εὖρόσ τε νότοσ τ’ ἔπεσε ζέφυρόσ τε δυσαήσ τόκων τόκοισ ἐπικυλισθέντων ὁ δὲ συγκλυζόμενοσ ἀντέχεται τῶν βαρυνόντων, ἀπονήξασθαι καὶ φυγεῖν μὴ δυνάμενοσ· (Plutarch, De vitando aere alieno, chapter, section 8 9:4)

    (플루타르코스, De vitando aere alieno, chapter, section 8 9:4)

  • "καίτοι καὶ ὑμεῖσ οὐ μικρὸν ἀποδείκνυτε πρᾶγμα, λεαίνεσθαι ξυρῷ τὰ σώματα τοὺσ ἡρ́ωασ, ἐντυχόντεσ παρ’ Ὁμήρῳ ξυρὸν ὀνομάσαντι καὶ δανείζειν ἐπὶ τόκοισ, ὅτι που χρέοσ ὀφέλλεσθαι φησὶν οὔτι νέον οὐδ’ ὀλίγον,’ ὡσ τοῦ ὀφέλλεσθαι τὸ αὔξεσθαι δηλοῦντοσ. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 3 1:5)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 3 1:5)

유의어

  1. 출산

  2. 자손

  3. 억압

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION