헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τόκος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τόκος τόκου

형태분석: τοκ (어간) + ος (어미)

어원: ti/ktw

  1. 출산
  2. 자손, 자식
  3. 이자, 흥미
  4. 억압, 탄압
  1. childbirth, parturition
  2. offspring
  3. interest (of money)
  4. oppression

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 τόκος

출산이

τόκω

출산들이

τόκοι

출산들이

속격 τόκου

출산의

τόκοιν

출산들의

τόκων

출산들의

여격 τόκῳ

출산에게

τόκοιν

출산들에게

τόκοις

출산들에게

대격 τόκον

출산을

τόκω

출산들을

τόκους

출산들을

호격 τόκε

출산아

τόκω

출산들아

τόκοι

출산들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκ τόκου καὶ ἐξ ἀδικίασ λυτρώσεται τὰσ ψυχὰσ αὐτῶν, καὶ ἔντιμον τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐνώπιον αὐτῶν. (Septuagint, Liber Psalmorum 71:14)

    (70인역 성경, 시편 71:14)

  • μετὰ τόκου ἔδωκε καὶ πλεονασμὸν ἔλαβεν, οὗτοσ ζωῇ οὐ ζήσεται, πάσασ τὰσ ἀνομίασ ταύτασ ἐποίησε, θανάτῳ θανατωθήσεται, τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐπ̓ αὐτὸν ἔσται. ‐ (Septuagint, Prophetia Ezechielis 18:13)

    (70인역 성경, 에제키엘서 18:13)

  • Ἑκάβη, νεὼσ μὲν πίτυλοσ εἷσ λελειμμένοσ λάφυρα τἀπίλοιπ’ Ἀχιλλείου τόκου μέλλει πρὸσ ἀκτὰσ ναυστολεῖν Φθιώτιδασ· (Euripides, The Trojan Women, episode, anapests 1:1)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, anapests 1:1)

  • τῷ γὰρ εἰκὸσ ὦ πόλισ τὴν Ὑπερβόλου καθῆσθαι μητέρ’ ἠμφιεσμένην λευκὰ καὶ κόμασ καθεῖσαν πλησίον τῆσ Λαμάχου, καὶ δανείζειν χρήμαθ’, ᾗ χρῆν, εἰ δανείσειέν τινι καὶ τόκον πράττοιτο, διδόναι μηδέν’ ἀνθρώπων τόκον, ἀλλ’ ἀφαιρεῖσθαι βίᾳ τὰ χρήματ’ εἰπόντασ τοδί, ἀξία γοῦν εἶ τόκου τεκοῦσα τοιοῦτον τόκον. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Parabasis, epirrheme4)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Parabasis, epirrheme4)

  • τροφεῖα παίδων ἢ πρὸ μέλλοντοσ τόκου; (Euripides, episode, lyric 1:33)

    (에우리피데스, episode, lyric 1:33)

유의어

  1. 출산

  2. 자손

  3. 억압

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION