헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σχέτλιος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σχέτλιος

형태분석: σχετλι (어간) + ος (어미)

  1. 잔인한, 무자비한, 야생의, 포악한, 사악한, 시꺼먼
  2. 불행한, 가련한, 비참한, 불쌍한, 악한, 비열한
  3. 잔인한, 무자비한, 거친, 사나운
  1. unwearying
  2. unflinching, cruel, merciless, wicked, savage
  3. miserable, wretched, unhappy, O most wretched fool!, O wretched
  4. cruel, cruel, shocking

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 σχέτλιος

(이)가

σχετλίᾱ

(이)가

σχέτλιον

(것)가

속격 σχετλίου

(이)의

σχετλίᾱς

(이)의

σχετλίου

(것)의

여격 σχετλίῳ

(이)에게

σχετλίᾱͅ

(이)에게

σχετλίῳ

(것)에게

대격 σχέτλιον

(이)를

σχετλίᾱν

(이)를

σχέτλιον

(것)를

호격 σχέτλιε

(이)야

σχετλίᾱ

(이)야

σχέτλιον

(것)야

쌍수주/대/호 σχετλίω

(이)들이

σχετλίᾱ

(이)들이

σχετλίω

(것)들이

속/여 σχετλίοιν

(이)들의

σχετλίαιν

(이)들의

σχετλίοιν

(것)들의

복수주격 σχέτλιοι

(이)들이

σχέτλιαι

(이)들이

σχέτλια

(것)들이

속격 σχετλίων

(이)들의

σχετλιῶν

(이)들의

σχετλίων

(것)들의

여격 σχετλίοις

(이)들에게

σχετλίαις

(이)들에게

σχετλίοις

(것)들에게

대격 σχετλίους

(이)들을

σχετλίᾱς

(이)들을

σχέτλια

(것)들을

호격 σχέτλιοι

(이)들아

σχέτλιαι

(이)들아

σχέτλια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένοσ κατὰ γαῖ’ ἐκάλυψε, ‐ τοὶ μὲν δαίμονεσ ἁγνοὶ ἐπιχθόνιοι καλέονται ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακεσ θνητῶν ἀνθρώπων, οἵ ῥα φυλάσσουσίν τε δίκασ καὶ σχέτλια ἔργα ἠέρα ἑσσάμενοι πάντη φοιτῶντεσ ἐπ’ αἰᾶν, πλουτοδόται· (Hesiod, Works and Days, Book WD 17:1)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 17:1)

  • οἷσ δ’ ὕβρισ τε μέμηλε κακὴ καὶ σχέτλια ἔργα, τοῖσ δὲ δίκην Κρονίδησ τεκμαίρεται εὐρύοπα Ζεύσ. (Hesiod, Works and Days, Book WD 29:1)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 29:1)

  • οἵ ῥα φυλάσσουσίν τε δίκασ καὶ σχέτλια ἔργα ἠέρα ἑσσάμενοι, πάντη φοιτῶντεσ ἐπ’ αἰᾶν. (Hesiod, Works and Days, Book WD 30:4)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 30:4)

  • ἒ ἔ, σχέτλια τάδε παθών, τὸ πάντολμον ἔργον ὄψῃ τάλασ. (Euripides, Suppliants, episode, lyric1)

    (에우리피데스, Suppliants, episode, lyric1)

  • ὦ σχετλία σὺ τῶν ἀμετρήτων πόνων. (Euripides, Hecuba, episode, iambics 1:20)

    (에우리피데스, Hecuba, episode, iambics 1:20)

유의어

  1. unwearying

  2. 불행한

  3. 잔인한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION