- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σῦριγξ?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: sȳrinx 고전 발음: [쉬:링] 신약 발음: [쉬링]

기본형: σῦριγξ σύριγγος

형태분석: συριγγ (어간) + ς (어미)

  1. 호루라기
  1. pan pipes
  2. catcall, whistle, hiss
  3. mouthpiece of an αὐλός ‎(aulós, “pipe, flute”)
  4. quill of the cassia
  5. anything pipe shaped

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πτεροφόροι νεάνιδες, παρθένοι Χθονὸς κόραι Σειρῆνες, εἴθ ἐμοῖς γόοις μόλοιτ ἔχουσαι Λίβυν λωτὸν ἢ σύριγγας ἢ φόρμιγγας, αἰλίνοις κακοῖς τοῖς ἐμοῖσι σύνοχα δάκρυα: (Euripides, Helen, choral, strophe 11)

    (에우리피데스, Helen, choral, strophe 11)

  • ὥσπερ οὖν εἴ τις ἀνθρώπου φύματα καὶ σύριγγας ἔχοντος· (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 17 19:1)

    (플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 17 19:1)

  • λάζεο τὰς σύριγγας: (Theocritus, Idylls, 66)

    (테오크리토스, Idylls, 66)

  • φημὶ γὰρ δὴ ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τοῖς σιληνοῖς τούτοις τοῖς ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθημένοις, οὕστινας ἐργάζονται οἱ δημιουργοὶ σύριγγας ἢ αὐλοὺς ἔχοντας, οἳ διχάδε διοιχθέντες φαίνονται ἔνδοθεν ἀγάλματα ἔχοντες θεῶν. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 472:3)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 472:3)

  • ἐν Θήβαις ταῖς Αἰγυπτίαις, διαβᾶσι τὸν Νεῖλον πρὸς τὰς Σύριγγας καλουμένας, εἶδον ἔτι καθήμενον ἄγαλμα ἠχοῦν - Μέμνονα ὀνομάζουσιν οἱ πολλοί, τοῦτον γάρ φασιν ἐξ Αἰθιοπίας ὁρμηθῆναι ἐς Αἴγυπτον καὶ τὴν ἄχρι Σούσων: (Pausanias, Description of Greece, , chapter 42 4:2)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 42 4:2)

유의어

  1. pan pipes

  2. 호루라기

  3. mouthpiece of an αὐλός ‎

  4. quill of the cassia

관련어

명사

형용사

동사

부사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION