헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνίστημι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνίστημι συστήσω συνέστησα

형태분석: συν (접두사) + ί̔στᾱ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 얻다, 연합하다, 획득하다, 가져오다, 참여하다, 이기다, 조합하다, 연합시키다, 합치다, 데리다
  2. 마무르다, 잡다, 함께 두다, 결말짓다, 해결하다, 정착하다
  3. 제공하다, 바치다, 드리다
  4. 함께 서다
  5. 만나다, 접하다, 맞다, 마중하다, 마주치다, 신중히 고려하다
  6. 함께 두다, 합치다, 한데 모으다
  7. 일어나다, 떠오르다, 나타나다, 되다
  1. to set together, combine, associate, unite, band together, to bring, into union with, to win, acquire
  2. to put together, organise, frame, to contrive, to settle
  3. to bring together as friends, introduce or recommend one to another
  4. to offer, as a guarantee
  5. to stand together, to form in order of battle
  6. is joined, to meet, in fight, be engaged with, were at issue
  7. to be involved
  8. to form a league or union, the conspirators
  9. to be connected or allied
  10. to be put together, organised, framed
  11. to arise, become, ta

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνῖστημι

(나는) 얻는다

συνῖστης

(너는) 얻는다

συνῖστησιν*

(그는) 얻는다

쌍수 συνίστατον

(너희 둘은) 얻는다

συνίστατον

(그 둘은) 얻는다

복수 συνίσταμεν

(우리는) 얻는다

συνίστατε

(너희는) 얻는다

συνιστάᾱσιν*

(그들은) 얻는다

접속법단수 συνίστω

(나는) 얻자

συνίστῃς

(너는) 얻자

συνίστῃ

(그는) 얻자

쌍수 συνίστητον

(너희 둘은) 얻자

συνίστητον

(그 둘은) 얻자

복수 συνίστωμεν

(우리는) 얻자

συνίστητε

(너희는) 얻자

συνίστωσιν*

(그들은) 얻자

기원법단수 συνισταῖην

(나는) 얻기를 (바라다)

συνισταῖης

(너는) 얻기를 (바라다)

συνισταῖη

(그는) 얻기를 (바라다)

쌍수 συνισταῖητον

(너희 둘은) 얻기를 (바라다)

συνισταίητην

(그 둘은) 얻기를 (바라다)

복수 συνισταῖημεν

(우리는) 얻기를 (바라다)

συνισταῖητε

(너희는) 얻기를 (바라다)

συνισταῖησαν

(그들은) 얻기를 (바라다)

명령법단수 συνῖστᾱ

(너는) 얻어라

συνιστάτω

(그는) 얻어라

쌍수 συνίστατον

(너희 둘은) 얻어라

συνιστάτων

(그 둘은) 얻어라

복수 συνίστατε

(너희는) 얻어라

συνιστάντων

(그들은) 얻어라

부정사 συνιστάναι

얻는 것

분사 남성여성중성
συνιστᾱς

συνισταντος

συνιστᾱσα

συνιστᾱσης

συνισταν

συνισταντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνίσταμαι

(나는) 얻힌다

συνίστασαι

(너는) 얻힌다

συνίσταται

(그는) 얻힌다

쌍수 συνίστασθον

(너희 둘은) 얻힌다

συνίστασθον

(그 둘은) 얻힌다

복수 συνιστάμεθα

(우리는) 얻힌다

συνίστασθε

(너희는) 얻힌다

συνίστανται

(그들은) 얻힌다

접속법단수 συνίστωμαι

(나는) 얻히자

συνίστῃ

(너는) 얻히자

συνίστηται

(그는) 얻히자

쌍수 συνίστησθον

(너희 둘은) 얻히자

συνίστησθον

(그 둘은) 얻히자

복수 συνιστώμεθα

(우리는) 얻히자

συνίστησθε

(너희는) 얻히자

συνίστωνται

(그들은) 얻히자

기원법단수 συνισταῖμην

(나는) 얻히기를 (바라다)

συνίσταιο

(너는) 얻히기를 (바라다)

συνίσταιτο

(그는) 얻히기를 (바라다)

쌍수 συνίσταισθον

(너희 둘은) 얻히기를 (바라다)

συνισταῖσθην

(그 둘은) 얻히기를 (바라다)

복수 συνισταῖμεθα

(우리는) 얻히기를 (바라다)

συνίσταισθε

(너희는) 얻히기를 (바라다)

συνίσταιντο

(그들은) 얻히기를 (바라다)

명령법단수 συνίστασο

(너는) 얻혀라

συνιστάσθω

(그는) 얻혀라

쌍수 συνίστασθον

(너희 둘은) 얻혀라

συνιστάσθων

(그 둘은) 얻혀라

복수 συνίστασθε

(너희는) 얻혀라

συνιστάσθων

(그들은) 얻혀라

부정사 συνίστασθαι

얻히는 것

분사 남성여성중성
συνισταμενος

συνισταμενου

συνισταμενη

συνισταμενης

συνισταμενον

συνισταμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συστήσω

(나는) 얻겠다

συστήσεις

(너는) 얻겠다

συστήσει

(그는) 얻겠다

쌍수 συστήσετον

(너희 둘은) 얻겠다

συστήσετον

(그 둘은) 얻겠다

복수 συστήσομεν

(우리는) 얻겠다

συστήσετε

(너희는) 얻겠다

συστήσουσιν*

(그들은) 얻겠다

기원법단수 συστησίημι

(나는) 얻겠기를 (바라다)

συστησίης

(너는) 얻겠기를 (바라다)

συστησίη

(그는) 얻겠기를 (바라다)

쌍수 συστησίητον

(너희 둘은) 얻겠기를 (바라다)

συστησιήτην

(그 둘은) 얻겠기를 (바라다)

복수 συστησίημεν

(우리는) 얻겠기를 (바라다)

συστησίητε

(너희는) 얻겠기를 (바라다)

συστησίησαν

(그들은) 얻겠기를 (바라다)

부정사 συστήσειν

얻을 것

분사 남성여성중성
συστησων

συστησοντος

συστησουσα

συστησουσης

συστησον

συστησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συστήσομαι

(나는) 얻히겠다

συστήσει, συστήσῃ

(너는) 얻히겠다

συστήσεται

(그는) 얻히겠다

쌍수 συστήσεσθον

(너희 둘은) 얻히겠다

συστήσεσθον

(그 둘은) 얻히겠다

복수 συστησόμεθα

(우리는) 얻히겠다

συστήσεσθε

(너희는) 얻히겠다

συστήσονται

(그들은) 얻히겠다

기원법단수 συστησοίμην

(나는) 얻히겠기를 (바라다)

συστήσοιο

(너는) 얻히겠기를 (바라다)

συστήσοιτο

(그는) 얻히겠기를 (바라다)

쌍수 συστήσοισθον

(너희 둘은) 얻히겠기를 (바라다)

συστησοίσθην

(그 둘은) 얻히겠기를 (바라다)

복수 συστησοίμεθα

(우리는) 얻히겠기를 (바라다)

συστήσοισθε

(너희는) 얻히겠기를 (바라다)

συστήσοιντο

(그들은) 얻히겠기를 (바라다)

부정사 συστήσεσθαι

얻힐 것

분사 남성여성중성
συστησομενος

συστησομενου

συστησομενη

συστησομενης

συστησομενον

συστησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνῑ́στην

(나는) 얻고 있었다

συνῑ́στης

(너는) 얻고 있었다

συνῑ́στην*

(그는) 얻고 있었다

쌍수 συνῑ́στατον

(너희 둘은) 얻고 있었다

συνῑστάτην

(그 둘은) 얻고 있었다

복수 συνῑ́σταμεν

(우리는) 얻고 있었다

συνῑ́στατε

(너희는) 얻고 있었다

συνῑ́στασαν

(그들은) 얻고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνῑστάμην

(나는) 얻히고 있었다

συνῑστῶ, συνῑ́στασο

(너는) 얻히고 있었다

συνῑ́στατο

(그는) 얻히고 있었다

쌍수 συνῑ́στασθον

(너희 둘은) 얻히고 있었다

συνῑστάσθην

(그 둘은) 얻히고 있었다

복수 συνῑστάμεθα

(우리는) 얻히고 있었다

συνῑ́στασθε

(너희는) 얻히고 있었다

συνῑ́σταντο

(그들은) 얻히고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέστησα

(나는) 얻었다

συνέστησας

(너는) 얻었다

συνέστησεν*

(그는) 얻었다

쌍수 συνεστήσατον

(너희 둘은) 얻었다

συνεστησάτην

(그 둘은) 얻었다

복수 συνεστήσαμεν

(우리는) 얻었다

συνεστήσατε

(너희는) 얻었다

συνέστησαν

(그들은) 얻었다

접속법단수 συστήσω

(나는) 얻었자

συστήσῃς

(너는) 얻었자

συστήσῃ

(그는) 얻었자

쌍수 συστήσητον

(너희 둘은) 얻었자

συστήσητον

(그 둘은) 얻었자

복수 συστήσωμεν

(우리는) 얻었자

συστήσητε

(너희는) 얻었자

συστήσωσιν*

(그들은) 얻었자

기원법단수 συστησίην

(나는) 얻었기를 (바라다)

συστησίης

(너는) 얻었기를 (바라다)

συστησίη

(그는) 얻었기를 (바라다)

쌍수 συστησίητον

(너희 둘은) 얻었기를 (바라다)

συστησιήτην

(그 둘은) 얻었기를 (바라다)

복수 συστησίημεν

(우리는) 얻었기를 (바라다)

συστησίητε

(너희는) 얻었기를 (바라다)

συστησίησαν

(그들은) 얻었기를 (바라다)

명령법단수 συστήσον

(너는) 얻었어라

συστησάτω

(그는) 얻었어라

쌍수 συστήσατον

(너희 둘은) 얻었어라

συστησάτων

(그 둘은) 얻었어라

복수 συστήσατε

(너희는) 얻었어라

συστησάντων

(그들은) 얻었어라

부정사 συστήσαι

얻었는 것

분사 남성여성중성
συστησᾱς

συστησαντος

συστησᾱσα

συστησᾱσης

συστησαν

συστησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεστησάμην

(나는) 얻혔다

συνεστήσω

(너는) 얻혔다

συνεστήσατο

(그는) 얻혔다

쌍수 συνεστήσασθον

(너희 둘은) 얻혔다

συνεστησάσθην

(그 둘은) 얻혔다

복수 συνεστησάμεθα

(우리는) 얻혔다

συνεστήσασθε

(너희는) 얻혔다

συνεστήσαντο

(그들은) 얻혔다

접속법단수 συστήσωμαι

(나는) 얻혔자

συστήσῃ

(너는) 얻혔자

συστήσηται

(그는) 얻혔자

쌍수 συστήσησθον

(너희 둘은) 얻혔자

συστήσησθον

(그 둘은) 얻혔자

복수 συστησώμεθα

(우리는) 얻혔자

συστήσησθε

(너희는) 얻혔자

συστήσωνται

(그들은) 얻혔자

기원법단수 συστησίμην

(나는) 얻혔기를 (바라다)

συστήσιο

(너는) 얻혔기를 (바라다)

συστήσιτο

(그는) 얻혔기를 (바라다)

쌍수 συστήσισθον

(너희 둘은) 얻혔기를 (바라다)

συστησίσθην

(그 둘은) 얻혔기를 (바라다)

복수 συστησίμεθα

(우리는) 얻혔기를 (바라다)

συστήσισθε

(너희는) 얻혔기를 (바라다)

συστήσιντο

(그들은) 얻혔기를 (바라다)

명령법단수 συστήσαι

(너는) 얻혔어라

συστησάσθω

(그는) 얻혔어라

쌍수 συστήσασθον

(너희 둘은) 얻혔어라

συστησάσθων

(그 둘은) 얻혔어라

복수 συστήσασθε

(너희는) 얻혔어라

συστησάσθων

(그들은) 얻혔어라

부정사 συστήσεσθαι

얻혔는 것

분사 남성여성중성
συστησαμενος

συστησαμενου

συστησαμενη

συστησαμενης

συστησαμενον

συστησαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αἱ δὲ καὶ προσαρτίωσ ἐσταλμέναι τοὺσ πρὸσ ἀπάντησιν διατεταγμένουσ παστοὺσ καὶ τὴν ἁρμόζουσαν αἰδὼ παραλείπουσαι, δρόμον ἄτακτον ἐν τῇ πόλει συνίσταντο. (Septuagint, Liber Maccabees III 1:19)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 1:19)

  • καταλήξαντεσ δὲ θρήνου πανόδυρτον μέλοσ ἀνέλαβον ᾠδὴν πάτριον, τὸν σωτῆρα καὶ τερατοποιὸν αἰνοῦντεσ Θεόν. οἰμωγήν τε πᾶσαν καὶ κωκυτὸν ἀπωσάμενοι χοροὺσ συνίσταντο εὐφροσύνησ εἰρηνικῆσ σημεῖον. (Septuagint, Liber Maccabees III 6:32)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 6:32)

  • εἶτα κωλυόμενοι καὶ ἐλεγχόμενοι πρὸσ τῶν ἑταίρων τῶν ἐμῶν ἠγανάκτουν καὶ συνίσταντο ἐπ’ αὐτούσ, καὶ τέλοσ δικαστηρίοισ ὑπῆγον καὶ παρεδίδοσαν πιομένουσ τοῦ κωνείου. (Lucian, Fugitivi, (no name) 11:1)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 11:1)

  • ἐπεὶ δὲ ἤδη πολλοὶ τῶν νοῦν ἐχόντων ὥσπερ ἐκ μέθησ βαθείασ ἀναφέροντεσ συνίσταντο ἐπ’ αὐτόν, καὶ μάλιστα ὅσοι Ἐπικούρου ἑταῖροι ἦσαν καὶ ἐν ταῖσ πόλεσιν ἐπεφώρατο ἠρέμα ἡ πᾶσα μαγγανεία καὶ συσκευὴ τοῦ δράματοσ, ἐκφέρει φόβητρόν τι ἐπ’ αὐτούσ, λέγων ἀθέων ἐμπεπλῆσθαι καὶ Χριστιανῶν τὸν Πόντον, οἳ περὶ αὐτοῦ τολμῶσι τὰ κάκιστα βλασφημεῖν οὓσ ἐκέλευε λίθοισ ἐλαύνειν, εἴ γε θέλουσιν ἵλεω ἔχειν τὸν θεόν. (Lucian, Alexander, (no name) 25:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 25:1)

  • κἀγὼ μὲν ὁ ἀρχαῖοσ περὶ ταῦτα εἶχον, οἱ δὲ ἤδη τε συνίσταντο ἐπ’ ἐμὲ καὶ περὶ τοῦ τρόπου τῆσ ἐπιβουλῆσ καὶ ἀποστάσεωσ ἐσκοποῦντο καὶ συνωμοσίασ συνεκρότουν καὶ ὅπλα ἤθροιζον καὶ χρήματα ἐπορίζοντο καὶ τοὺσ ἀστυγείτονασ ἐπεκαλοῦντο καὶ εἰσ τὴν Ἑλλάδα παρὰ Λακεδαιμονίουσ καὶ Ἀθηναίουσ ἐπρεσβεύοντο· (Lucian, Phalaris, book 1 4:3)

    (루키아노스, Phalaris, book 1 4:3)

유의어

  1. 마무르다

  2. to bring together as friends

  3. 제공하다

  4. 함께 서다

  5. to be involved

  6. to be connected or allied

  7. 함께 두다

  8. 일어나다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION